Συνέντευξη του Ισμαήλ Κανταρέ στον Σταύρο ΝΤΑΓΙΟ, Μακεδονία, 20.9.1998
Ο Ισμαήλ Κανταρέ είναι μεταφρασμένος σε 35 περίπου γλώσσες. Συγγραφέας που καλλιεργήθηκε στο πιο στυγνό δικτατορικό καθεστώς της σταλινικής αυτοκρατορίας, δέχεται πολλές φορές κατηγορίες οι οποίες αγγίζουν τα όρια της παράνοιας. Ωστόσο, δε διστάζει να υπεραμυνθεί του παρελθόντος του, αναφέροντας πως οι δικτατορίες παρέχουν στον άνθρωπο τη μοναδική ευκαιρία της αναζήτησης του θεού, της πνευματικής ελευθερίας, επειδή είναι καθεστώτα φόβου.
Για όλα αυτά και για άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με την τέχνη του λόγου, την αισθητική, το σύνδρομο του μετα-κομμουνιστικού εγκλήματος στα Βαλκάνια, ο Ισμαήλ Κανταρέ μάς αφιέρωσε ένα απόγευμα στην Αλεξανδρούπολη, προσκεκλημένος του ΕΚΕΒΙ, στη συνάντηση Βαλκάνιων συγγραφέων και μεταφραστών, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1998.
Στη συνέντευξη ήταν παρούσα και η σύζυγός του, η συγγραφέας Ελένα Κανταρέ, μυθιστόρημα της οποίας κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Το μυθιστόρημα, που φέρει τον τίτλο «Μια γυναίκα από τα Τίρανα», έτυχε θερμής υποδοχής στην Αλβανία.
Πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι μια συνέντευξη από έναν θαυμαστή σας, που καλλιεργήθηκε στο σχολείο με το έργο σας;
«Δεν υπάρχουν ειλικρινείς, αντικειμενικές συνεντεύξεις. Το γεγονός και μόνον ότι ο συγγραφέας υποχρεώνεται να αναφερθεί στο έργο του, το οποίο, φυσικά, δεν μπορεί να σχολιάσει ούτε σε μια, ούτε σε δέκα συνεντεύξεις, αποκλείει a priori την ειλικρίνεια. Ως εκ τούτου, ό,τι και να πει, δεν θα είναι ποτέ ακριβές, αφού υποχρεώνεται να παραβιάσει κάποιους κωδικούς, για να γίνει κατανοητός στον αναγνώστη. Εν ολίγοις, ο συγγραφέας δεν μπορεί ποτέ να ομολογήσει την αλήθεια του έργου του. Αυτό είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο. Η λογοτεχνία έχει την εσωτερική της εξέλιξη, την οποία δύσκολα μπορείς να εκφράσεις ή να εξωτερικεύσεις».
Είστε από τους συγγραφείς που ανατρέψατε πολλούς παραδεδομένους όρους της λογοτεχνίας. Το «Χρονικό της πέτρινης πόλης», έργο αφιερωμένο στη γενέτειρά σας, το Αργυρόκαστρο, είναι προϊόν νεανικής φαντασίας, ενώ συνήθως, οι συγγραφείς καταπιάνονται με τη γενέτειρά τους όταν πλέον ολοκληρώνουν το έργο τους.
«Το Χρονικό δεν είναι το πρωτόλειό μου. Ήμουν τότε γύρω στα τριάντα και, εξάλλου, η συγγραφή του πήρε αρκετό χρόνο. Η αρχική του μορφή ήταν διήγημα, μετά εμπλουτίστηκε κι έλαβε τη μορφή του μυθιστορήματος. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσω πως τότε ήταν πολύ δύσκολη η εξεύρεση θεμάτων, που θα μπορούσαν να αποφύγουν τους σκληρούς νόμους της λογοκρισίας».
Πιστεύετε πως η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει μια άλλη πατρίδα για το συγγραφέα;
«Η λογοτεχνία αποτελεί μια από τις πλέον αποτελεσματικές μορφές αντίστασης και αντιμετώπισης των δικτατορικών καθεστώτων, δημιουργεί μια δεύτερη πραγματικότητα, αποτελεί ένα αντι-ρεύμα. Παρόλο που νομίζουμε πως είναι εξαρτημένη, η λογοτεχνία δεν ανήκει πουθενά, σε κανένα πολίτευμα, διέπεται από δικούς της εσωτερικούς νόμους. Μπορεί να ακρωτηριασθεί, να πληγεί, να κατακρατηθεί από διάφορα καθεστώτα, ωστόσο δεν μπορεί να αλλοιωθεί, δεν μπορεί να αλλάξει».
Ωστόσο, τα δικτατορικά καθεστώτα επιχείρησαν, και εν πολλοίς το κατάφεραν, να επιβάλλουν μια πληκτική ομοιομορφία στο λογοτεχνικό τοπίο. Πόσο μπόρεσε να δηλώσει τη διαφορετικότητά του ο Ισμαήλ Κανταρέ στο στρατόπεδο αυτό;
«Η λογοτεχνία βρίσκεται αντιμέτωπη καθημερινά με τον κομφορμισμό, τόσο σε δικτατορικά, όσο και σε φιλελεύθερα καθεστώτα. Θα ‘λεγα, επιπλέον, πως στις δυτικές κοινωνίες το φαινόμενο αυτό θα το συναντήσει κανείς πολύ περισσότερο, δεδομένης και της πληθώρας των εκδόσεων. Γι’ αυτό, φρονώ, είναι λάθος να καταλογίζει κανείς την «αμαρτία» αυτή μόνο στη λογοτεχνία των τυραννικών καθεστώτων. Η λογοτεχνία έχει τους δικούς της νόμους, τις δικές της αρχές, γεγονός που την καθιστά ανεξάρτητη από την πολιτική…».
Το 1991 κατέρρευσε και στην Αλβανία το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Αν μετά από επτά χρόνια ο Ενβέρ Χότζα μπορούσε να επικοινωνήσει με τον Ισμαήλ Κανταρέ, τι θα του έλεγε;
«(Απότομα) Φρονώ τίποτε. Εν ζωή ο Ενβέρ Χότζα δε μου είπε κατ’ ιδίαν τίποτε. Συναντηθήκαμε μόνο μια φορά. Και τότε αναφέρθηκε στις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και στις συναντήσεις του με τον Χρουτσόφ. Δεν ζήτησε πότε την άποψή μου, ούτε και με ρώτησε για τίποτε».
Η λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως την αποκάλεσε ο Στάλιν, δεν ήταν παρά μια ωραία απάτη. Ο Ισμαήλ Κανταρέ πόσο υποτάχθηκε σ’ αυτή τη βασανιστική προκατάληψη;
«Τα έργα μου δεν υπόκεινται σ’ αυτό που εσείς ονομάσατε «σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Προσθέτως, καμιά σοβαρή λογοτεχνία δεν διέπεται από τέτοιες αρχές. Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» είναι ένας μπαμπούλας, που επινοήθηκε για τα μωρά, είναι ανύπαρκτος, ανυπόστατος. Στο κομμουνιστικό καθεστώς υπήρξε μια άλλη μορφή λογοτεχνίας, η μέτρια, η ποταπή, η προπαγανδιστική, η οποία αποκαλέστηκε «σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Και αν δεν είχε βαπτιστεί έτσι, αυτή θα ήταν εξίσου κακή, εξίσου μέτρια».
Πόσο βλάπτει, ή απεναντίας, βοηθάει το συγγραφέα το να κολακεύεται από ένα συγκεκριμένο καθεστώς;
«Τον βλάπτει, ασφαλώς. Φυσικά, όταν ένας συγκεκριμένος συγγραφέας χαϊδεύεται, ευθύνεται ο ίδιος για την τύχη του. Σε κάποιον αυτό μπορεί να προκαλέσει μόνον ειρωνικό χαμόγελο, να αντιδράσει και να μην τον αγγίξει η κολακεία. Ένας μέτριος, ωστόσο, μπορεί να απολαύσει την κολακεία. Κι αυτό θα φανεί στο έργο του, το οποίο αλλοιώνεται, αλλάζει. Μια ολόκληρη κοινότητα συγγραφέων υπήρξαν τα χαϊδεμένα παιδιά των καθεστώτων».
Πολλές φορές ακούσαμε να σας κατηγορούν ότι και εσείς ο ίδιος υπήρξατε ένα χαϊδεμένο παιδί του καθεστώτος.
«(Εμφανώς ενοχλημένος) Αυτό αποτελεί μια χυδαία συκοφαντία. Εγώ υπήρξα γνωστός συγγραφέας και το καθεστώς βρέθηκε αντιμέτωπο με το έργο μου, ήταν μια ρήξη σιωπηρή, μακρόβια. Και, ας μη ξεχνάμε, η δημοσιοποίηση της ρήξης δεν συνέφερε στο ίδιο το καθεστώς. Το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό γνώριζε την ύπαρξη της σιωπηρής ρήξης. Το έργο μου υπέστη διωγμό, Το παλάτι των ονείρων είχε τεθεί εκτός κυκλοφορίας, γιατί αναφερόμουν με υπαινιγμούς εναντίον του καθεστώτος».
Υπάρχει, έστω και για έναν συγγραφέα, εκείνο που ονομάστηκε «απόλυτη ελευθερία», «απόλυτη συνείδηση», «απόλυτη αλήθεια»;
«Δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη ελευθερία για έναν συγγραφέα, υπό μια φιλοσοφική προσέγγιση. Ουδείς μπορεί να είναι απόλυτα ελεύθερος. Κατά προέκταση, και ο συγγραφέας, , έστω και αν ζει σε μια ελεύθερη κοινωνία, υπόκειται σε περιορισμούς, ή σέβεται κάποιες αρχές».
Στη συζήτηση παρεμβαίνει η Ελένα Κανταρέ: «Όταν όμως αναφερόμαστε στην εσωτερική ελευθερία, τότε ίσως διαφέρουν τα πράγματα».
Ι.Κ.: «Όσον αφορά στη δημιουργική ελευθερία, ο συγγραφέας πράγματι είναι ελεύθερος και κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει την ελευθερία του, κανένα καθεστώς».
Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας; Μπορούμε να μιλήσουμε για «αποστολή» της λογοτεχνίας;
«Ο όρος «αποστολή» της λογοτεχνίας είναι κάπως ύποπτος. Δεν μπορείς να μιλήσεις για αποστολή στη λογοτεχνία, η λογοτεχνία είναι μια πραγματικότητα που υπάρχει ως αισθητική πραγματικότητα και δεν επιδέχεται καμιά υποχρέωση ή αποστολή. Σημαντική είναι η ίδια η ύπαρξή της και όχι οι διάφορες αποστολές, ή οι ιδέες που κυοφορεί».
Η λογοτεχνία της της σύγχρονης εποχής δεν έχει ούτε την αίγλη, ούτε τη δύναμη της λογοτεχνίας του Φλομπέρ και του Τολστόι.
«Δεν συμμερίζομαι την άποψή σας, η οποία, δυστυχώς αποτελεί στις μέρες μας clichi κάποιων ανθρώπων, που συνηθίζουν να εξαγνίζουν το λογοτεχνικό παρελθόν και διστάζουν κάπως να αποδεχτούν το παρόν. Δεν μπορώ να διανοηθώ κάτι τέτοιο. Εξάλλου, η σύγχρονη λογοτεχνία θα αξιολογηθεί μετά από 30-40 χρόνια, όχι τώρα».
Σας ενόχλησε ποτέ το γεγονός πως πάντα, στην Αλβανία και παντού, είχατε πολλούς μιμητές;
«Όχι,αυτό, άλλωστε δεν αφορά εμένα. Αφορά αποκλειστικά τους ίδιους. Είναι σύνηθες και αναπόφευκτο γιακάθε συγγραφέα να έχει μιμητές. Είναι κιόλας».
Η λογοτεχνική κριτική, στρατευμένη, ως γνωστό, στην Αλβανία υπήρξε αντικειμενική, εγκωμίασε ή δυσφήμισε το έργο του Ισμαήλ Κανταρέ;
«Στο αισθητήριό μου, πρώτα και κύρια, η λογοτεχνική κριτική δεν έπαιξε κανένα απολύτως ρόλο. Για τον απλό λόγο ότι η αλβανική λογοτεχνική κριτική ήταν υποταγμένη στο αλβανικό κράτος. Άμα σας αναφέρω μόνον πως για τα περισσότερα από τα έργα μου η κριτική κράτησε σιγή ιχθύος και ο Τύπος δεν έγραψε τίποτε, όταν κυκλοφόρησαν, θα καταλάβετε πόσο άθλια ήταν η ίδια η κριτική. Για μερικά από τα καλύτερά μου έργα δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναφορά. Είχα πλέον συνηθίσει, ήμουν ευτυχής που η αλβανική κριτική δεν ασχολείτο μαζί μου. Αν συνέβαινε το αντίθετο, σίγουρα θα με είχε βλάψει. Για αυτό με ευχαριστούσε η άγνοια αυτή».
Ασπάζεται ο Ισμαήλ Κανταρέ την άποψη της εισαγωγής «από τους βάρβαρους της Ευρώπης» της εθνικιστικής παθογένειας και του σοβινισμού, που επικρατεί σήμερα στα Βαλκάνια;
«Αυτό είναι βλακεία, είναι ανοησία και ηλιθιότητα. Ο εθνικισμός ανέκυψε σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και δεν μπορεί να θεωρείται προϊόν εισαγωγής ή «δωρεά» των βαρβάρων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο εθνικισμός είναι προϊόν διαφόρων ιστορικών παραγόντων, ατυχών περιστάσεων για τη Χερσόνησο. Είναι, σε τελική ανάλυση, προϊόν των εκάστοτε πολιτικών καστών των βαλκανικών χωρών, προϊόν των Βαλκάνιων πολιτικών. Αυτό αποδεικνύει ότι στη νέα πολιτική τάξη των Βαλκανίων και στους νέους φεουδάρχες άρμοζε ο εθνικισμός ως μέσο για να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους, για να ασφαλίσουν τη λεία τους, δηλαδή τους λαούς που κατακρατούσαν ήδη όμηρους».
Προ μηνών, στο γαλλικό Τύπο δημοσιεύτηκαν κείμενα που αντικρούουν τις πάγιες θέσεις σας για το Κοσσυφοπέδιο. Σας κατηγορούν για σοβινισμό, για εθνικισμό κλπ. Πώς τα σχολιάζετε όλα αυτά;
«Για το Κοσσυφοπέδιο υπάρχουν πολλά κείμενά μου. Φρονώ ότι το μέλλον του έχει έναν σημαντικό σύμμαχο, την ιστορική λογική. Η λογική αυτή είναι υπέρ των Αλβανών. Ως εκ τούτου, είναι χαμένη υπόθεση κατά απόλυτο τρόπο για τους Σέρβους. Η αναχρονιστική εθνική αντίληψη που θέλει τη Σερβία, αυτήν την λιλιπούτεια Σερβία, να κρατάει εν ομηρία δύο εκατομμύρια σκλάβους και να έχει αποικία έναν ολόκληρο λαό αποτελεί ένα παράλογο, μνησίκακο όνειρο που δεν μπορεί να επαληθευθεί. Η ανθρωπότητα εκδημοκρατίζεται. Εξ ου και η πεποίθησή μου πως το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου θα ευνοηθεί από την ιστορική λογική. Όσο και αν διαρκέσει το καθεστώς βίας, θα έχει σίγουρα μια ημερομηνία λήξης, γιατί δε συνάδει με τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις. Εκείνο που ζητούν οι Αλβανοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ό,τι προμηνύουν οι οικουμενικές εξελίξεις: την ελευθερία, τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού και δημοσίου βίου. Όλα αυτά είναι κεκτημένα δικαιώματα για μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας».
Ποιος σύγχρονος συγγραφέας θα μπορούσε να κατέχει πρωτεύουσα θέση σε μια Ανθολογία της Βαλκανικής Λογοτεχνίας;
«Σε όλες της χώρες της Βαλκανικής υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς. Η ελληνική λογοτεχνία ιδίως, η αλβανική αλλά και οι Σλάβοι των Νοτίων ανέδειξαν αξιόλογες λογοτεχνικές προσωπικότητες. Για το λόγο αυτό μια ανθολογία της βαλκανικής λογοτεχνίας είναι πραγματοποιήσιμό και, συγχρόνως, απαραίτητο όνειρο. Κάτι τέτοιο ποθούν όλοι οι λαοί των Βαλκανίων».
Ο Ισμαήλ Κανταρέ υπήρξε επί σειρά ετών πρώτος τη τάξει υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ. Ωστόσο δεν το κατέκτησε ποτέ.
«Η επιτροπή του βραβείου Νόμπελ είναι ικανή για όλα τα παράλογα. Ελέχθησαν πολλά για τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την σοβαρότητά της. Από διαρροές στον Τύπο, διότι εκεί δεν υπάρχουν ποτέ επίσημοι φιναλίστ, εγώ υπήρξα 10-15 φορές από τους τελευταίους υποψήφιους. Σαφώς, είναι ασυνήθες ένας συγγραφέας τόσες φορές υποψήφιος να μην μπορεί να βραβευτεί. Είναι προφανές, κάποιο κόλλημα υπάρχει, κάποιο εμπόδιο. Είναι προφανές επίσης πως όπως υπάρχουν κάποιοι που με υποστηρίζουν, υπάρχουν και κάποιοι που δεν με υποστηρίζουν».
Πως σχολιάζετε την άποψη που εξέφρασε δημόσιος άντρας στην Αλβανία ότι ο Ισμαήλ Κανταρέ είναι μεγάλος συγγραφέας και μικρός πολιτικός;
«Η άποψη αυτή εκφράστηκε από Αλβανούς πολιτικούς. Οι Βαλκάνιοι πολιτικοί γενικά και οι Αλβανοί πολιτικοί ειδικά είναι οικτροί και οι απόψεις τους, συνεπώς, είναι ανάξιες λόγου. Πόσο μάλλον όταν ένας τέτοιος ταπεινός πολιτικός θέλει να χαρακτηρίσει έναν συγγραφέα. Κατ’ αρχήν, εγώ δεν είμαι πολιτικός, είμαι συγγραφέας».
Ο αλβανικός λαός είναι ευγνώμων στον Ισμαήλ Κανταρέ;
«Ανήκω στους συγγραφείς που διατηρούν καλές σχέσεις με τον λαό. Πάντα είχα την κατανόησή του, παρόλο που πάντα υπάρχουν άθλιοι ζηλόφθονοι. Έστω και χίλια χρόνια αν ζούσε ένας συγγραφέας, χίλια χρόνια θα ξεσηκώνονταν μικροί τσαρλατάνοι για να τον διαβάλουν. Αυτό έχει την εξήγησή του, τόσο στον κόσμο, όσο και στην Αλβανία όπου οι φθονεροί, οι ζηλότυποι και οι φιλόδοξοι πλεονάζουν».
Αυτές τις μέρες της παραμονής σας στην Ελλάδα πρόσεξα ότι έχετε πολλούς αναγνώστες και εδώ. Σας κολακεύει το γεγονός;
«Αναμφιβόλως. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευτυχία για κάθε συγγραφέα, να έχει θαυμαστές σε όλον τον κόσμο, αναγνώστες όλων των λαών. Είναι η μεγαλύτερη χαρά για το συγγραφέα. Εγώ, προσωπικά, χαίρομαι ιδιαίτερα όταν τέτοια μηνύματα προέρχονται από λαούς τους οποίους εκτιμώ για τα ιδιαίτερά τους προτερήματα».
Πώς θα χαρακτήριζε ο Ισμαήλ Κανταρέ το ελληνικό έθνος;
«Δύσκολα μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς εκ του προχείρου ένα έθνος. Για μας τους Αλβανούς είναι οικείο ως γειτονικό έθνος, ενώ για όλους τους συγγραφείς έχει μια ιδιαίτερη σημασία ως πάτρια γη της λογοτεχνίας. Για όλον τον ευρωπαϊκό πολιτισμό έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελεί τις απαρχές του».
Σύντομα θα μεταφραστεί και εκδοθεί στην Ελλάδα το μυθιστόρημα της Ελένα Κανταρέ «Μια γυναίκα από τα Τίρανα». Πόσο επηρεασμένο είναι το έργο της από το δικό σας;
Το έργο μου επηρέασε πολλούς συγγραφείς, Αλβανούς και ξένους. Δε θα μπορούσε να αποφύγει ούτε η γυναίκα μου αυτή την επίδραση και αυτό εγώ το εξηγώ με την αλληλοεπίδραση που έχουμε οι δυο μας.
Ε.Κ. «Κατά τη συγγραφική μου ζωή, ήθελα πάντα να μην απογοητεύσω, να μην δυσαρεστήσω τον πλησιέστερο μου αναγνώστη, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Ισμαήλ. Αυτό αποτελεί τον αποκλειστικό σκοπό μου, όταν γράφω. Σε κάθε λέξη φαντάζομαι την άμεση αντίδραση του Ισμαήλ όταν θα τη διαβάσει, είναι για μένα απόλυτος κριτής. Πάντως, πολλοί φίλοι μου λένε πως ο δικός μου τρόπος γραφής ουδεμία σχέση έχει με εκείνο του Ισμαήλ».
Ποια είναι η άποψη του ζεύγους Κανταρέ για την οικογένεια, είναι απαραίτητη για έναν συγγραφέα ή, απεναντίας, αποτελεί εμπόδιο;
«Η οικογένεια για έναν συγγραφέα σημαίνει ό,τι ακριβώς σημαίνει και για τους υπολοίπους. Εκφράζομαι κατηγορηματικά αντίθετος με τους αφορισμούς που χαρακτηρίζουν την οικογένεια θάνατο για έναν αληθινό συγγραφέα».
Κάποτε είχατε πει πως ο συγγραφέας αποτελεί μια διαφορετικότητα, αποτελεί εξαίρεση από το κοινωνικό σύνολο, ζει κάτω από διαφορετικό καθεστώς. Δεν συμμερίζεστε πια την άποψη αυτή;
«Ο συγγραφέας είναι ανεξάρτητος από τους πάντες, συμπεριλαμβανομένης και της γυναίκας του, των παιδιών του, των γονέων του, ανεξάρτητος και από τον ίδιο το λαό του. Υπό τέτοιους όρους, ναι, ο συγγραφέας αποτελεί μια τέλεια διαφορετικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν χρειάζεται την οικογένεια».
Πόσο ευτυχής είναι η Ελένα Κανταρέ κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου άντρα, του Ισμαήλ Κανταρέ;
Ε.Κ. «Κάθε άλλη επιλογή μου, είναι προφανές, θα ήταν άστοχη».
Πηγή: Εφημερίδα Μακεδονία, 20 Σεπτεμβρίου 1988, σ. 32-33.