Αναμνήσεις και μία συνέντευξή του που συζητήθηκε πολύ
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Αδρομερώς, το συγγραφικό έργο του επιφανούς αλβανού συγγραφέα διεθνούς κύρους Ισμαήλ Κανταρέ,διακρίνεται σε δύο περιόδους: η πρώτη (1954-1990) – η δημιουργική και η δεύτερη (1990-2024) – η απολογητική. Η πρώτη συνιστά την εύφορη παραγωγική περίοδο, στην οποία γράφτηκαν τα περισσότερα λογοτεχνήματάτου (κάποια από αυτά διεκδικούν μία θέση στην κλασική διαχρονική παγκόσμια λογοτεχνία), ενώ η δεύτερη στιγματίσθηκε κυρίως από συνεντεύξεις ή από συγγραφή (νευρικών πολλές φορές) δοκιμίων, όπου είναι διάχυτος ο δικαιολογητικός λόγος και, πού και πού, έντονο το στοιχείο εθνισμού και εθνικής υπεροχής του έθνους στο οποίο ανήκει. Αποτολμώ την πρόβλεψη ότι από το πληθωρικό συγγραφικό του έργο ένα μέρος θα εκπέσει: της πρώτης περιόδου, λόγω του έντονου προπαγανδιστικού υποστηρίγματος, της δεύτερης λόγω της εθνικιστικής έκφανσης που διαχέεται πού και πού, για τα οποία (δικαίως ή αδίκως) κατηγορήθηκε. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο Κανταρέ υπήρξε ο μοναδικός αλβανός συγγραφέας, ο οποίος χειραφέτησε όσο κανείς άλλος την αισθητική συνείδηση και την πνευματική ανάπτυξη των Αλβανών, γι’ αυτό η Αλβανία οφείλει πολλά σ’ αυτόν (και όχι τανάπαλιν). Τα έργα του τη δεκαετία του 1970-80 προκαλούσαν πνευματική και ηθική έξαρση στο αλβανικό βιβλιόφιλο κοινό, συνοδευόμενα, όμως, από σκεπτικισμό, αμφισβήτηση και ενίοτε διαβολή από την σκληροπυρηνική καθεστηκυία τάξη. Μαζί με τον Έλληνα Νίκο Καζαντζάκη, τον Σέρβο Ίβο Άντριτς και τον Τούρκο Ορχάν Παμούκ αποτελούν τους τέσσερις επιφανέστερους συγγραφείς των Βαλκανίων.
Ο Ισμαήλ Κανταρέ έχει πολλούς θαυμαστές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αλλά και ορκισμένους και άσπονδους επικριτές, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις των ανδρών τέτοιων διαστάσεων. Η πλειοψηφία της αλβανικής κοινότητας υποκλίθηκε με δέος στο φέρετρό του τον περασμένο Ιούλιο, εξαίροντας με εγκώμια και διθυράμβους την πολυετή συνδρομή του στην πνευματική ζωή της χώρας, όπως και πολλοί ξένοι, αλλά, υπήρξαν και δριμείς κήνσορες, Αλβανοί και μη, οι οποίοι διατείνονται ότι ο Κανταρέ στο έργο του μάςπαρουσίασε μια Αλβανία επιθυμητή, αλλά ανύπαρκτη. Ένας οξύς κατήγορος με εισαγγελικό φιλολογικό ύφος, η ρουμάνα συγγραφέας Renata Dumitrascu (αναφερόμενη στην πρώτη περίοδο)τον χαρακτήρισε «χαμαιλέοντα»: «Όπως οι περισσότεροι από τους ομολόγους του σε άλλες κομμουνιστικές χώρες», έγραψε η Ντουμιτράσκου, «ο Καντάρε υπήρξε ένας οξυδερκής χαμαιλέοντας, που έπαιζε επιδέξια τον επαναστάτη εδώ κι εκεί για να ενθουσιάσει τους αφελείς δυτικούς που αναζητούσαν αντιρρησίες στην Ανατολική Ευρώπη. Αλλά δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία για το τι είδους ζώο ήταν και με ποιους συναγελαζόταν. Στην πραγματικότητα, το βιογραφικό του κραυγάζει καριερισμό και κομφορμισμό».
Από τους εγχώριους συναδέλφους του πολέμιους κατηγορήθηκε ως ευλαβής κήρυκας του πολιτικού νεποτισμού και του δεσποτικού καθεστώτος, η ηθική του οποίου βασιζόταν στην απλή αρχή ότι μπορείς να διαφωτίσεις τον άνθρωπο ανοίγοντάς του με τη βία τα μάτια για να δει ό,τι του υποδεικνύεις εσύ και ότι υποστήριξε μια δημαγωγική ιδεολογία (την κομουνιστική), η οποία ευαγγελιζόταν ότι ο καλύτερος τρόπος να πιστέψεις σε ένα όνειρο είναι μην δοκιμάσεις να το υλοποιήσεις. Κάθε εκπλήρωση θα είναι πάντα ατελής ή και καταστροφική. Είναι σαν οι φαντασιώσεις ενός ερωτικού ονείρου: όταν εκπληρώνονται προκαλούν περισσότερο απογοήτευση και λιγότερο ευχαρίστηση, συνήθως καταλήγουν σε μονότονο γάμο ή, στη χειρότερη, σε καυγάδες.
Αναφερόμενος κυρίως στη δεύτερη συγγραφική περίοδο, ο Γάλλος συγγραφέας Patrick Besson τον κατηγόρησε για άκρατο εθνικισμό. Στην εκφορά του λόγου,οΚανταρέ επιτέθηκε βίαια, χαρακτηρίζονταςτον Μπεσόν ως «ελεεινό, ασήμαντο γάλλο συγγραφέα, ο οποίος υποστηρίζει τυφλά τους Σέρβους… Τέτοιοι ευτελείς συγγραφείς εξαργυρώνονται με ένα ταξίδι στο Βελιγράδι. Είναι ανάξιοι λόγου. Στρατευμένοι συγγραφείς, μίσθαρνοι διαφόρων πολιτικών, πρόθυμοι να προσφέρουν υπηρεσίες με ευτελείς ανταμοιβές».Πάντα, όταν αναφερόταν κάποιος από τους επικριτές του, κατά πάγια τακτική τούς χαρακτήριζε συλλήβδην ως «επιτομή της μετριότητας».
Πιστεύω ότι –και το θεωρώ λογικό– τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι έως ενός σημείου αναμενόμενοι, προερχόμενοι είτε από θαυμασμό, είτε από μνησικακία, δολερότητα και μικροπρέπεια.
Ο Κανταρέ δεν υπήρξε φίλος μου, ούτε εχθρός μου. Η προσωπική μου αισθητικο-συναισθηματική σχέση με το λογοτεχνικό έργο του Κανταρέ διήλθε, μεταρρυθμιζόμενη, από τρεις φάσεις: η πρώτη – o θαυμασμός η δεύτερη – η λήθη και η τρίτη – η ψυχρή επανεκτίμηση του έργου του.
Κατά τη θητεία μου ως επιμελητής εκδόσεων στον εκδοτικό οίκο Ναήμ Φράσερι στα Τίρανα (1982-1989) έτυχε να είχα μια τυπική επικοινωνία μαζί του, λόγω της γνωριμίας μου με τη σύζυγό του Έλενα, με την οποία συστεγαζόμασταν στο ίδιο κτίριο, αλλά ανήκαμε σε διαφορετικές διοικήσεις και συντακτικές επιτροπές (υπήρξα ο λογοτεχνικός μεταφραστής του μυθιστορήματός της στα Ελληνικά «Μια γυναίκα από τα Τίρανα», Εκδόσεις Εικοστός Πρώτος, 1999) και κυρίως όταν ο Κανταρέ ενδιαφερόταν για την ελληνική μυθολογία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, για τον οποίο επεδείκνυε ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά, οφείλω να πω, πολλές φορές ο συμβολισμός του χρησιμοποιήθηκε (κατά)χρηστικά και κατά το δοκούν. Αναφερόμενος, λόγου χάρη, στους αλβανούς κομμουνιστές, τους παρομοιάζει (αδικαιολόγητα, αστόχως και αβίαστα) με τις αρχαίες ελληνικές και ινδικές θεότητες, τις οποίες θεωρούσε τότε υποδεέστερες των κομμουνιστών (sic!). Διατηρήσαμε μία επαγγελματική επικοινωνία και όταν μετοίκησε στη Γαλλία και συναντηθήκαμε δύο-τρεις φορές στην Ελλάδα. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1998, προσκεκλημένος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) επί των ημερών της αείμνηστης Μυρσίνης Ζορμπά, το ζεύγος Κανταρέ επισκέφτηκε την Αλεξανδρούπολη και παραβρέθηκε σε ένα ταπεινό εργαστήρι Βαλκάνιων συγγραφέων και μεταφραστών λογοτεχνίας. Η συνάντηση αυτή στάθηκε αφορμή να ανακαλέσουμε την παλαιότερη γνωριμία μας με μακροσκελείς συζητήσεις για τη λογοτεχνία, την πολιτική και πολλά θέματα της τότε επικαιρότητας. Εν τη ρύμη του λόγου, ο Κανταρέ εξέφρασε την επιθυμία να παραχωρήσει μια συνέντευξη στον ελληνικό τύπο. Του υποσχέθηκα ότι θα επικοινωνούσα με την εφημερίδα «Μακεδονία» με την οποία τότε συνεργαζόμουν ως εξωτερικός συντάκτης φιλολογικών επιφυλλίδων. Η διοίκηση της εφημερίδας δέχθηκε ευπρόσδεκτα την πρόταση υπό την «αίρεση» ότι θα απαντούσε σε όλες τις «καυτές» ερωτήσεις που αφορούσαν κυρίως την έντονη κριτική στο πρόσωπό του από τους πολέμιους του εντός και εκτός της Αλβανίας. Δέχθηκε, όχι, όμως, χωρίς εμφανή δυσαρέσκεια. Τελικά, η μακροσκελής συζήτηση με το ζεύγος Κανταρέ δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» την 20η Σεπτεμβρίου 1998, (η συζήτηση είναι πολύ μεγαλύτερη και βρίσκεται στην κατοχή μου για όποιον ενδιαφέρεται) όπου έχουν μεγάλη σπουδαιότητα οι τοποθετήσεις του για την πολιτική, τη λογοτεχνία και τις κατηγορίες εις βάρος του, για την πικρία του για το βραβείο Νόμπελ που δεν μπόρεσε να το κατακτήσει ποτέ αλλά και άλλα ζητήματα.
Τότε ο Ισμαήλ Κανταρέ ήταν μεταφρασμένος σε 35 περίπου γλώσσες (τώρα σε περισσότερες). Έργα του εκδίδονταν ή επανεκδίδονταν μέρα παρά μέρα ανά την υφήλιο και κανένας δεν μπορούσε πια να ελέγξει πώς και πού εκδίδονταν. Ο ίδιος ο Κανταρέ, ανήμπορος να ελέγξει αυτή την «εκδοτική πειρατεία», τη δικαιολογούσε: όπως κάθε εγκληματική ενέργεια και αυτή είναι μια πράξη ελευθερίας, και το «αισθητικό έγκλημα» δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση. Συγγραφέας που εξ ολοκλήρου καλλιεργήθηκε στο πιο στυγνό δικτατορικό καθεστώς της σταλινικής αυτοκρατορίας, εκεί όπου η κρίση του λόγου αποτελούσε θεσμό πιο επικίνδυνο και από τη μυστική υπηρεσία ονόματι Sigurimi, δέχτηκε ενίοτε κατηγορίες, οι οποίες άγγιζαν συχνά τα όρια της παράνοιας. Ο Κανταρέ, ωστόσο, δεν δίστασε ποτέ να υπεραμυνθεί πεισματικά του παρελθόντος του, αναφέροντας δε πως οι δικτατορίες παρέχουν στον άνθρωπο τη μοναδική ευκαιρία της αναζήτησης ενός θεού, επειδή είναι καθαρά καθεστώτα φόβου -όπως συμβαίνει στη σχέση φόβου/θρησκείας – την αναζήτηση του θεού της πνευματικής ελευθερίας. Την ευκαιρία αυτή στερούνται οι συγγραφείς των ελεύθερων κοινωνιών.
Αν εγκύψει κανείς στη μαρξιστική φιλολογία, θα μείνει πραγματικά άναυδος: θα βρεθεί ενώπιον μιας βασανιστικής αντίφασης, αντίφασης ουσίας, σημείο που ίσως κρύβει όλη την αλήθεια ενός εκτεταμένου ομαδικού εγκλήματος. Ενώ το καθεστώς ευαγγελιζόταν τη συνολική ευημερία της κοινωνίας, στην ουσία διενεργούσε συστηματικά την καταστολή της παλιάς αστικής τάξης. Εν ονόματι του μέλλοντος καταστρεφόταν το παρόν, καθώς διεπράχθησαν τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Ανθρωπότητας. Ήταν μια αναίσχυντη απάτη που οδηγούσε την ίδια την Ανθρωπότητα σε πρόωρο θάνατο. Στην υπηρεσία αυτή κλήθηκε και η λογοτεχνία του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», μια γελοία επινόηση του Στάλιν της δεκαετίας του ’30 του προηγούμενου αιώνα. Για τον λόγο αυτό, θα μπορούσες να την αποκαλέσεις και «φιλολογία της γενοκτονίας». Τι σχέση έχει το έργο του Ισμαήλ Κανταρέ με αυτό το τερατώδες και ειδεχθές έγκλημα τού τέως καθεστώτος;
Κάποια στιγμή, όταν η κοινωνία δεν προσέφερε άλλους εχθρούς, έπρεπε να αυτοκαταστραφεί, διότι η συμφιλίωση με την ιστορία είναι απαραίτητη, αναπόφευκτη. Η ιστορία είναι μια θεότητα που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Και η αυτοκρατορία του φόβου, της υπακοής και της λογοκρισίας έπεσε, όπως πέφτουν όλες οι μορφές των αυτοκρατοριών. Και τότε, όταν ο μαρξισμός έπαψε να είναι πια πραγματικότητα, υπήρξε θύμα της ίδιας της πραγματικότητας. Μετενσαρκώθηκε σε φθονερή προκατάληψη, σε εθνικιστική παθογένεια. Τι σχέση έχει πάλι το έργο του Ισμαήλ Κανταρέ με την παθογένεια αυτή της μεταπολιτευτικής Αλβανίας, για την οποία κατηγορήθηκε επανειλημμένως; Για όλα αυτά και για άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με την τέχνη του λόγου, την αισθητική, το σύνδρομο του μετα-κομμουνιστικού εγκλήματος στα Βαλκάνια, ο Κανταρέ με ασυνήθιστη γενναιοδωρία μάς απάντησε.