Χωρίς καμιά αμφιβολία το μυθιστόρημα Ταράς Μπούλμπα του Γκόγκολ [(Gogol, Nikolai Vasilyevich (1809-1852)] συγκαταλέγεται στα δέκα καλύτερα λογοτεχνικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό στη Ρωσία από την πρώτη κιόλας έκδοσή του. Ο Μπιελίνσκι το όριζε ως “κολοσσιαίο έργο”.

Στην Ελλάδα μεταφράστηκε από πολλούς και σπουδαίους μεταφραστές, όπως ο Στράτος Λαμπρινός, ο Μπάμπης Λυκούδης, ο Ανδρέας Σαραντόπουλος, ο Γ. Τσουκαλάς, Απόστολος Κοτσιώτης κ.ά. Αλλά η μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου παραμένει η καλύτερη (Εκδόσεις Γκοβόστης 1973).

Ο Άρης Αλεξάνδρου (το πραγματικό όνομα: Αριστοτέλης Βασιλειάδης, Πέτρογκραντ, 1922 – Παρίσι, 1978) ήταν αντιστασιακός, ποιητής, πεζογράφος, και μεταφραστής έργων κυρίως της ρωσικής λογοτεχνίας. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς, με πολύ σημαντικό μεταφραστικό έργο. To μοναδικό μυθιστόρημά του, Το Κιβώτιο (1975), αποτιμάται ως “ένα πραγματικά σημαντικό έργο” της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Στο βιβλίο, όπως και στο σύνολο του έργου του, φαίνεται η απομάκρυνση του συγγραφέα από τον κομματικό δογματισμό και η επιθυμία του για διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

To Κιβώτιο, το μοναδικό μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου, εκδόθηκε το 1974 και επρόκειτο να αποτελέσει ένα μυθιστόρημα τομή στην έως τότε πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η ιστορία διαδραματίζεται στα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου: μια ομάδα στρατιωτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αναλαμβάνει την αποστολή να μεταφέρει ένα υψίστης σημασίας για την έκβαση του πολέμου κιβώτιο από μια πόλη σε μια άλλη διασχίζοντας τις εχθρικές γραμμές. Σταδιακά, όλα τα μέλη της ομάδας σκοτώνονται και επιζεί μόνο ο αφηγητής του έργου, ο οποίος και καταφέρνει να παραδώσει το κιβώτιο για να αποκαλυφθεί όμως τελικά ότι το κιβώτιο είναι άδειο. Βρίσκεται έτσι κρατούμενος σε ένα κελί να γράφει ένα γράμμα προς κάποιον άγνωστο ανακριτή εξιστορώντας απολογούμενος εξονυχιστικές λεπτομέρειες για τα όσα έχουν συμβεί. Πρόκειται για ένα έργο εμβληματικό, για ένα ρέκβιεμ για την αδυναμία νοηματοδότησης μιας απουσίας και μιας βαθύτερης διάψευσης που διαπερνά την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής της αποκτώντας έναν βαθύτερο υπαρξιακό χαρακτήρα.

Το 1975 ο συγγραφέας δήλωνε:

Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. … Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων

 

Από tech-support

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *