Η τουρκική γλώσσα (Türkçe) ανήκει στην κατηγορία των Αλταϊκών γλωσσών και έχει ομιλητές στην Τουρκία, την Κύπρο, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την ΠΓΔΜ και σε άλλες χώρες της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ζουν μετανάστες τουρκικής καταγωγής. Στην ίδια οικογένεια γλωσσών ανήκουν και δυο άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες η ουγγρική και η φινλανδική γλώσσα. Ο αριθμός των φυσικών ομιλητών της είναι άγνωστος, λόγω της έλλειψης επαρκών στοιχείων για τις μειονοτικές γλώσσες που ομιλούνται στην Τουρκία.
Η τουρκική γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Τουρκίας και, επίσης, μαζί με την ελληνική επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα πρώτα γραπτά κείμενα της τουρκικής γλώσσας χρονολογούνται τον 8ο αιώνα. Η εμφάνιση της τουρκικής φιλολογίας με την στενή έννοια συμπίπτει με την ίδρυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (14ος αιώνας).
Όπως η φινλανδική και η ουγγρική γλώσσα, η τουρκική χαρακτηρίζεται από φωνηεντική αρμονία, είναι συγκολλητική και δεν έχει γραμματικό γένος. Η βασική σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα.
Στην Τουρκία ρυθμιστικό σώμα της Τουρκικής είναι η Ένωση Τουρκικής Γλώσσας (Türk Dil Kurumu – TDK), που ιδρύθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το 1932 με τίτλο Türk Dili Tetkik Cemiyeti (“Εταιρεία για την Έρευνα της Τουρκικής Γλώσσας”). Η Ένωση Τουρκικής Γλώσσας ακολούθησε την ιδεολογία της γλωσσικής καθαρότητας και μία από τις σημαντικότερες πράξεις της ήταν η αντικατάσταση των γλωσσικών δανείων και των γραμματικών δομών περσικής και αραβικής προέλευσης με τους τουρκικούς αντίστοιχους, γεγονός που -μαζί με την υιοθέτηση του νέου τουρκικού αλφαβήτου το 1928, διαμόρφωσε τη σύγχρονη τουρκική, έτσι όπως χρησιμοποιείται σήμερα.
Ως αποτέλεσμα της αρχικής εθνικιστικής ιδέας της καθιέρωσης της τουρκικής διαλέκτου της Κωνσταντινούπολης ως πρότυπης, η διαλεκτολογία παραμένει ένας ιδιαίτερα υποανεπτυγμένος κλάδος στην Τουρκία. Η πρότυπη εκδοχή της τουρκικής είναι ουσιαστικά η οθωμανική τουρκική γλώσσα όπως γράφεται στο λατινικό αλφάβητο και με ένα πλήθος νεολογισμών. Η προτιμώμενη καθομιλούμενη μορφή ονομάζεται İstanbul Türkçesi. Στον επιστημονικό λόγο οι τουρκικές διάλεκτοι συχνά αναφέρονται ως ağız ή şive, που οδηγεί σε σύγχυση με τη γλωσσολογική έννοια προφορά.
Οι κύριες διάλεκτοι της τουρκικής περιλαμβάνουν:
τη Rumelice (που ομιλείται από τους muhajir από τη Ρουμελία) που περιλαμβάνει περίεργες διαλέκτους του Dinler και του Adakale,
την Kıbrıs (που ομιλείται στην Κύπρο),
την Edirne (που ομιλείται στην Edirne/Αδριανούπολη),
την Doğu (που ομιλείται στην ανατολική Τουρκία) που σε κάποιες περιοχές σχηματίζει διαλεκτικό συνεχές με την αζερική,
την Karadeniz (που ομιλείται στην περιοχή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας) η οποία εκπροσωπείται κυρίως από τη διάλεκτο της Τραπεζούντας,
την Ege (που ομιλείται στην περιοχή του Αιγαίου) που επεκτείνεται στην Αττάλεια,
την Güneydoğu (που ομιλείται στο νότο, στα ανατολικά της Μερσίνης,
την Orta Anadolu (που ομιλείται στην κεντρική περιοχή της Ανατολίας),
την Kastamonu (που ομιλείται στην Κασταμονή και γύρω από αυτήν)
την Karamanlıca (που ομιλείται στην Ελλάδα όπου ονομάζεται Καραμανλήδικα) που είναι η πρότυπη λογοτεχνική γλώσσα για τους Καραμανλήδες.
Η τουρκική γλώσσα γραφόταν με οθωμανικό τουρκικό αλφάβητο, δηλαδή με το αραβικό αλφάβητο συμπληρωμένο με περσικά γράμματα για να αποδώσουν τους φθόγγους της τουρκικής, για τους οποίους δεν είχε αντίστοιχα γράμματα η αραβική, αλλά μετά την ορθογραφική μεταρρύθμιση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ τo 1928, ως ένα σημαντικό βήμα στις πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου, η τουρκική γράφεται με το τουρκικό αλφάβητο, μια τροποποιημένη εκδοχή του λατινικού αλφαβήτου που έχει 29 γράμματα. Το έργο της προετοιμασίας του νέου αλφαβήτου και της επιλογής των αναγκαίων τροποποιήσεων για τους φθόγγους ειδικά της τουρκικής γλώσσας ανατέθηκε στην Dil Encümeni (“Γλωσσική Επιτροπή”). Η εισαγωγή του νέου αλφαβήτου υποστηριζόταν από τα Κέντρα Δημόσιας Εκπαίδευσης, που είχαν ανοιχτεί σε όλη τη χώρα, σε συνεργασία με εκδοτικούς οίκους, και με την ενθάρρυνση του ίδιου του Ατατούρκ με τα ταξίδια που έκανε στις επαρχίες διδάσκοντας το νέο αλφάβητο.
Το αποτέλεσμα της εισαγωγής από τον Ατατούρκ του προσαρμοσμένου λατινικού αλφαβήτου ήταν μια δραματική αύξηση στο αλφαβητισμό του πληθυσμού από τριτοκοσμικά επίπεδα σε σχεδόν εκατό τοις εκατό.