ΘΕΟΔΩΡΑ ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΚΑΝΤΡΗ (1923-1945)
Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν Βορειοηπειρώτισσα
Εισαγωγική αναφορά
Από σήμερα στον σύνδεσμο Literatus.media προς ενίσχυση της ιστορικής αυτογνωσίας θα προβάλλουμε εξέχουσες (αλλά ξεχασμένες) προσωπικότητες του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού –όχι καταναγκαστικά θύματα της κομμουνιστικής θηριωδίας και του αλβανικού εθνικισμού– αλλά και μορφές που άφησαν δημιουργικό αποτύπωμα (επιστήμονες, λογοτέχνες, μηχανικούς κ.λπ) κατά τη διάρκεια της πενηνταετούς κομμουνιστικής υπερίσχυσης, η οποία συνιστά τη δυσχερέστερη περίοδο επιβίωσής της στη σύγχρονη ιστορία μας. Η περίπτωσή τους συνιστά λίγο-πολύ και τη δική μας βιο-ιστορία.
Μετά την τραυματική αλβανική αντιπολίτευση (1991) από τον χώρο των «εκπιπτουσών τάξεων» κυρίως (αλλά όχι μόνο από αυτόν) εκδόθηκαν μια σειρά (εκλαϊκευτικών και απλουστευμένων) βιβλίων βασισμένα κυρίως σε αμφίβολες προφορικές μαρτυρίες και έωλους ισχυρισμούς, τα οποία επιχείρησαν να αποτινάξουν τη λήθη και τα οποία, για την εποχή τους, υπήρξαν χρήσιμα εργαλεία γνώσης, καθώς για πρώτη φορά τα θύματα μιας σκοτεινής εποχής βρήκαν χώρο και τόπο προβολής στη συλλογική συνείδηση, καθιστάμενοι μέρος της δημόσιας μνήμης. Όμως, ελλείψει της απαραίτητης τεκμηριωτικής βάσης και αρχειακού υλικού, τα βιβλία αυτά, τα οποία εντάσσονται στον χώρο της δημόσιας ιστορίας, ενώ αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν σημεία βιβλιογραφικής αναφοράς, περιέχουν εμφανή λάθη, σοβαρές αναλήθειες και ανακολουθίες, πολλές φορές και κραυγαλέες στρεβλώσεις που συνεπάγονται τη διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητας και παραβίαση της επιστημονικής ή/και δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Γενικά, οι προσπάθειες αυτές δεν υπερβαίνουν το συναισθηματικό φράγμα του υποκειμενισμού και, αποτολμώ να πω, πως σε κάποιες περιπτώσεις με την προκλητική αυθαιρεσία αντιστρατεύονται κατά βάθος την αλήθεια. Στην προσπάθειά μας για μία αναστοχαστική μελέτη και ανάταση της ιστορικής αλήθειας –με ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση των απόρρητων εγγράφων– θα επιχειρήσουμε να συνθέσουμε το παζλ του σύγχρονου εθνικού μας μαρτυρολογίου, και του κοινού «Βιογραφικού Μητρώου» μας, για το οποίο πρέπει να βοηθήσουμε όλοι –και πρωτίστως οι Βορειοηπειρώτες επιχειρηματίες οικονομικά– για να αποκτήσει αυτό το μαρτυρολόγιο τη μορφή ενός αδιάσειστου, στιβαρού και αδιαμφισβήτητου πνευματικού ιστορικού μνημείου, χωρίς εμπάθεια και υστερικές φωνές αντεκδίκησης. Η εθνωφελής χρήση της ιστορίας και η αναμορφωτική δύναμή της δεν μπορεί παρά να είναι συστατικός παράγοντας της τρισχιλιετούς αδιάσπαστης πορείας της πνευματικής μας υπόστασης.
Ο κατοχικός δωσιλογισμός, οι εγκληματίες πολέμου και η στυγνή κομμουνιστική αντεκδίκηση
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλη η Ευρώπη βρέθηκε ενώπιον ενός περίπλοκου ζητήματος, το οποίο έγειρε διλήμματα, εκδικητική παρόρμηση, σκοπιμότητες, το θυμικό και τις επιθυμίες ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της: την καταδίκη του κατοχικού δωσιλογισμού, των συνεργατών των φασιστών, των προδοτών και των εγκληματιών πολέμου, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε πολλές χιλιάδες. Η διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής ‒και ακόμη περισσότερο η απονομή αδελέαστης δικαιοσύνης‒ στη μετακατοχική Ευρώπη, όπου υπερτερούσε το μένος, η αντεκδίκηση και το πάθος «της εξαργύρωσης της νίκης», ήταν κάτι παραπάνω από ουτοπική.
Η καταδίκη των κατοχικών δωσίλογων συνιστούσε γενική αξίωση της κοινωνίας. Τα εξαγριωμένα πλήθη της με βίαιες επευφημίες ενέκριναν τις καταδίκες και ζητούσαν την αγχόνη για όλους τους δωσίλογους. Στα κείμενα δε της εποχής, δημοσιογραφικά, πολιτικά ή νομοθετικά ‒τόσο στον ανατολικό όσο και στον δυτικό κόσμο‒, αποκλειόταν κάθε σκέψη για κοινωνικό συμβιβασμό, ενώ όλοι οι κατηγορούμενοι ως κατοχικοί δωσίλογοι δικάζονταν με συνοπτικές διαδικασίες, συνήθως εις θάνατον. Όμως, η συνοπτική δικαιοσύνη ήταν βάρβαρη, σπανίως ερευνούσε την ενοχή ή την αθωότητα των κατηγορουμένων και ελάχιστα διέφερε από την αυτοδικία. Ήταν η δικαιοσύνη του νικητή.
Η απονομή της δικαιοσύνης, ωστόσο, όποια και να ήταν αυτή, έντιμη ή αργυρώνητη, κρινόταν αναγκαία για να επουλώσει τα τραύματα του παρελθόντος, να ενώσει και να ανασυγκροτήσει δημοκρατικά τους λαούς και να τους οδηγήσει στην ηθική κάθαρση. Οι κατοχικοί δωσίλογοι ορίσθηκαν ως «υπολείμματα του φασισμού, μιάσματα, ανήθικοι, ξεφτιλισμένα τέρατα», τα οποία έπρεπε να εκκαθαρισθούν. Υπό μία έννοια, όλος αυτός ο θυμός έμοιαζε με διαδικασία ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με το φασιστικό παρελθόν και θεωρείτο υπέρτατος νόμος για τη σωτηρία των εθνών και την ιστορική υπέρβαση. Η ορμή αυτή δύσκολα μπορούσε να συγκρατηθεί.
Το ίδιο συνέβαινε και στις χώρες, στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν κομμουνιστικά καθεστώτα. Στη Βουλγαρία, η οποία μάλιστα συμμάχησε με τις δυνάμεις του Άξονα, όλα τα μέλη του Φασιστικού Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, οι διατελέσαντες υπουργοί και πρωθυπουργοί κατά τη φασιστική κατοχή, και όλοι οι φασίστες βουλευτές της Σοβράνιε συνελήφθησαν και με συνοπτικές διαδικασίες εκτελέσθηκαν, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Στη συνέχεια, όμως, οι δωσίλογοι συμφύρονταν δολερά και επιδέξια με τους πολιτικούς αντιπάλους των κομμουνιστικών καθεστώτων. Ο όρος «φασισμός» επανασημασιολογήθηκε από την κομμουνιστική προπαγάνδα και αποδόθηκε στα καπιταλιστικά συστήματα της Δυτικής Ευρώπης, στους επιχειρηματίες, στους βιομηχάνους και στους δυτικούς πολιτικούς, ενώ οι αληθινοί φασίστες του παρελθόντος εντάχθηκαν ύπουλα στις τάξεις των κομμουνιστικών κομμάτων και ασκούσαν εξουσία. Γενικότερα, σε όλες τις χώρες που επικράτησαν κομμουνιστικά καθεστώτα, οι δίκες των δωσίλογων αποτέλεσαν πεδίο άγριας εκμετάλλευσης για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων των κομμουνιστών.
Στην Τσεχοσλοβακία, επί παραδείγματι, τα έκτακτα λαϊκά δικαστήρια που ιδρύθηκαν με προεδρικό διάταγμα την 19η Μαΐου του 1945, απήγγειλαν 713 καταδίκες εις θάνατο, 741 καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη και 19.888 καταδίκες σε φυλάκιση εις βάρος «των προδοτών, συνεργατών του κατακτητή και των φασιστικών στοιχείων από τις γραμμές του τσεχικού και σλοβακικού έθνους». Η δικονομική φρασεολογία θύμιζε έντονα τη σοβιετική νομική ορολογία.
Ο αλβανικός δωσιλογισμός δεν διέφερε ούτε κατ’ ελάχιστα από τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό. Η Αλβανία, όμως, αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα στην καταδίκη του. Την 26η Ιανουαρίου 1945, η αλβανική κυβέρνηση συγκρότησε Ειδικό Δικαστήριο για τους εγκληματίες πολέμου και τους κατοχικούς δωσίλογους υπό τον Μπεντρί Σπαχίου (Bedri Spahiu), τον Κότσι Τζότζε (Koçi Xoxe) και τον Χυσνί Κάπο (Hysni Kapo), ενώ τον Μάρτιο του 1945, το δικαστήριο πλαισιώθηκε και από τους Μπιλμπίλ Κλόσι (Bilbil Klosi), Γκιον Μπανούσι (Gjon Banushi) και Χακί Τόσκα (Haki Toska), ανώτατους κομματικούς και κυβερνητικούς τιτλούχους.
Συνήθως, σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούσαν αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες ή ενέργειες αντιφρονούντων, η αλβανική δικαιοσύνη απεδείχθη αμείλικτη. Οι δίκες διεξήχθησαν σε κατάμεστες κινηματογραφικές αίθουσες ή και σε υπαίθριους χώρους υπό τον τρόμο του μαινόμενου όχλου, αποτελούμενου από θερμόαιμους πιστούς του καθεστώτος, οι οποίοι απαιτούσαν επιτακτικά τη θανατική καταδίκη των δωσίλογων, ωρυόμενοι και οργίλοι: «Στην κρεμάλα!». Το παραδειγματικό όφελος αυτών των θορυβωδών δικών δεν ήταν πάντα εγγυημένο, ούτε πρόδηλο. Οι δίκες προκαλούσαν περισσότερο μια υποβόσκουσα εθνική αντίδραση από τους υπολοίπους, παρά κλίμα πραγματικής μεταμέλειας για τους καταδικασθέντες. Βασική μέριμνα της αυταρχικής κομμουνιστικής εξουσίας ήταν η πολιτική και φυσική εξόντωση των ανατρεπόμενων τάξεων και η κυριαρχική επικράτησή της στη ζωή της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 50% των μελών του ανερχόμενου Πολιτικού Γραφείου, οι οποίοι ήταν ενεργά μέλη του Φασιστικού Κόμματος (π.χ. Μανούς Μυφτίου, Νετζμίε Χότζα, Νάκο Σπύρου κ.λπ) κανείς δεν δικάστηκε ως κατοχικός δωσίλογος και εγκληματίας πολέμου.
Θεοδώρα Καντρή, το πρώτο γυναίκειο θύμα
Σε αυτό το θολό τοπίο άγριων εκκαθαρίσεων, κομμουνιστικής υστερίας και εθνικιστικής έξαρσης ορίσθηκε ως εγκληματίας πολέμου και εχθρός του λαού μια αναλφάβητη (με την ακριβή έννοια του λειτουργικού αναλφαβητισμού) Βορειοηπειρώτισσα νεαρή, 22 ετών, η Θεοδώρα Καντρή από τη Δερβιτσάνη.
Η Θεοδώρα Καντρή (κατά κόσμον Λώλω Χριστάκη), του Χριστάκη και της Βγένως (σε δικογραφία φέρει διάφορα επώνυμα όπως: Κρίσταϊ, Χριστάκη, Λούφτη και Ντίνο), γεννήθηκε στη Δερβιτσάνη το 1923 και, όπως δήλωνε η ίδια στη μαρτυρική της κατάθεση, η μητέρα της την είχε βαπτίσει ως «Θεοδώρα Χριστάκη». Το 1942 νυμφεύθηκε τον Καντρί (ή Βασίλη) Σινάνι (Kadri Sinani) από το Τεπελένι, με τον οποίο ζούσε στη Δερβιτσάνη και απέκτησε ένα γιο. Ολίγον βραδύτερα, ο σύζυγός της αρρώστησε από ανίατη νόσο και ο γάμος της διαλύθηκε. Η ίδια αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό της, τον Δεκέμβριο του 1943, άπορη και αβοήθητη. Ευρισκόμενη στην κυριολεξία στους πέντε δρόμους, ως απερίσταλτη ανάγκη βιοπορισμού, στις αρχές του 1944, επέστρεψε στο Αργυρόκαστρο και τον Απρίλιο του 1944 εργάστηκε ως υπηρέτρια (πλύστρα) του διοικητή της νομαρχιακής χωροφυλακής Ιντρίζ Γιάζο Σιναβάνι (Idriz Jazo Sinavani). Στην αρχή περιορίστηκε σε οικιακές υπηρεσίες (υγιεινής και μαγειρικής), αλλά, ολίγον κατ’ ολίγον, ο Γιάζο την εξανάγκασε να ενταχθεί στις περιπολίες της χωροφυλακής και την όρισε ως επιμελήτρια των γυναικείων φυλακών, φέρουσα όπλο. Συγχρόνως, νυμφεύθηκε τον Αναστάση Τσάνη (Anastas Cani) από το Κούδεσι Χιμάρας, υπασπιστή του Γιάζο. Κατά το διάστημα αυτό, παγιδευμένη σε έναν αθέμητο γάμο και μια απεχθή εργασιακή απασχόληση, εξαναγκασμένη από τον Γιάζο και τον σύζυγό της εστάλη σε διάφορες αποστολές (κυρίως ελέγχου γυναικείων υποθέσεων και υπόδειξη οικιών). Τον Νοέμβριο του 1944, λόγω αυτής της εμπλοκής, αναγκάσθηκε να καταφύγει στο βορρά της Αλβανίας (εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους Βορειοηπειρώτες, και με προτροπή αυτών, εθνικόφρονες που κατέφυγαν στην Ελλάδα), με τις υποχωρούσες γερμανικές δυνάμεις, εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγό της. Λίγο έξω από τη Σκόδρα αιχμαλωτίσθηκε από τα άτακτα ανταρτικά τμήματα του αλβανικού ΕΑΜ (παρτιζάνους) και εστάλη αρχικά στο νοσοκομείο του Κουξ και στη συνέχεια στο νοσοκομείο της Πεσκοπή. Την 4η Μαρτίου 1945, ούσα νοσηλευόμενη στο νοσοκομείου της Πεσκοπή, συνελήφθη και την 11η Μαρτίου 1945 παραπέμφθηκε σε προανάκριση στο Αρχηγείο του Τάγματος της Δ’ Ταξιαρχίας Κρούσης υπό τον οπλαρχηγό Τάσο Μεβλάνι (Tasho Mevlani) δηλώνοντας ψευδή ταυτοτικά στοιχεία, ως Κλεοπάτρα Παπά. Στη συνέχεια, διακομίσθηκε στο Αργυρόκαστρο και παραπέμφθηκε σε τακτική ανάκριση, ενώπιον της ανακριτικής επιτροπής Αργυρόκαστρου, υπό τον ανακριτή Επαμεινώνδα Παπούλη [(Epami)nonda Papuli]. Παρενθετικά, ο ελληνοτραφής Παπούλης ήταν από τη Σέπερη, γόνος γνωστής εύπορης οικογένειας, απόφοιτος λυκειακής φοίτησης στην Κέρκυρα και Νομικής Σχολής Αθηνών. Στην Κατοχή υπήρξε δικηγόρος στο Αργυρόκαστρο, αλλά στη συνέχεια ενώθηκε με τα ανταρτικά τμήματα προς εξιλέωση. Σε όλες τις περιπτώσεις, και στην προκείμενη, εξαντλούσε όλη τη νομική αγριότητα και γι’ αυτό αναρριχήθηκε σε υψηλές θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας της Αλβανίας. Καίτοι εξελισσόταν σε σκληρό τιμωρό (και) Βορειοηπειρωτών στις συνθέσεις δικαστικών εδρών Αργυρόκαστρου αρχικά και Τιράνων βραδύτερα, κατά τρόπο ανεξήγητο, ο βορειοηπειρωτικός τύπος των Ιωαννίνων τον αντιμετώπιζε κάποιες φορές ευμενώς. Ο Παπούλης, λοιπόν, εκκίνησε την ανακριτική διαδικασία την 11η Απριλίου 1944 εις βάρος της και μετά την αποπεράτωσή της τής απήγγειλε κατηγορίες ως εγκληματίας πολέμου και εχθρός του λαού, μια μη μετρήσιμη κατηγορία, όπως σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις. Οι αποδιδόμενες κατηγορίες βασίζονταν σε γελοίες καταθέσεις, κατά τις οποίες απεδείχθη ότι σε μόνον μια περίπτωση η Καντρή είχε χαστουκίσει μια γυναίκα. Το πρώτο «αποδεικτικό στοιχείο» αφορούσε τη «συμμετοχή» της στον απαγχονισμό των Μπούλε Ναΐπι και Περσεφόνη Κοκδήμα από το Κεπαρό (η οποία μάλιστα τύχανε ξαδέλφη του δεύτερου συζύγου της, του Ανάσταση Τσάνη με την οποία η Καντρή βρέθηκε στην ίδια φυλακή). Η κατηγορούμενη απέρριψε την κατηγορία, δηλώνοντας ότι την ημέρα της αγχόνης ήταν φυλακισμένη και η ίδια από τον Ιντρίζ Γιάζο και κατηγορούμενη από τον Ισμαήλ Γκολέμη (Ismail Golemi) ότι είχε διευκολύνει την απόδραση από τις φυλακές ενός χωριανού της. Έδωσε πειστικές απαντήσεις και κατονόμασε τους δράστες του απαγχονισμού [τον Μουσά Ρέτζο (Musa Rexho) με το προσωνύμιο «Ματσόκου» ο οποίος πέρασε το σκοινί και τον Ιντρίζ Γιάζο ο οποίος έσπρωξε το σκαμνί της αγχόνης], κάποιον Αλίμ και έναν Λούλο, αμφότεροι από το Κούτσι. Δήλωσε μάλιστα ότι ο Μουσά Ρέτζο είχε αφαιρέσει τα τιμαλφή του θύματος (το ρολόι χειρός της) μετά την αγχόνη. Σημειωτέων, ο Μουσά Ρέτζο (Ματσόκου) από το Λαζαράτι είχε εκτελέσει τον Κώστα Λύτη, τη Βάνιστα, το 1944. Δήλωσε, εξ όσων γνώριζε, ότι ο Ιντρίζ Γιάζο είχε αποπειραθεί να κακοποιήσει τις κρατούμενες (Μπούλε Ναΐπι και Περσοφόνη Κοκδήμα), ενώ η ίδια ουδέποτε είχε και ουδέποτε της ζητήθηκε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με το Γιάζο. Στην ανάκριση κατονόμασε άτομα από το χωριό της τα οποία υπήρξαν πληροφοριοδότες της χωροφυλακής και του Γιάζο. Κατηγορήθηκε και για συμμετοχή σε εμπρησμούς οικείων σε διάφορα χωριά της Δρόπολης, για ξυλοδαρμούς αλλά από τις (κατευθυνόμενες) καταθέσεις μαρτύρων (Βορειοηπειρωτών και μη) ουδέν απεδείχθη.
Η ίδια η Θεοδώρα Καντρή, καίτοι αγράμματη (υπέγραφε διά δακτυλικών αποτυπωμάτων), επέδειξε απίστευτη νοητική δύναμη και αξιοπρέπεια, απορρίπτοντας με θάρρος τις κατασκευασμένες κατηγορίες.
Στην ίδια τακτική ανάκριση κλήθηκε ως κατηγορούμενη, με την ίδια μάλιστα κατηγορία, και μια άλλη χωριανή της Θεοδώρας, η οποία και αυτή είχε υποχωρήσει ομοίως (προς Βορρά) προς τη Σκόδρα, όπου και αιχμαλωτίσθηκε από τους αντάρτες της 17ης Ταξιαρχία Κρούσης. Η υπόθεσή της, ωστόσο, δεν εισήχθη στο ακροατήριο, καθώς ο γιος της, παρότι συμμετείχε αρχικά σε περιπολικά τμήματα της χωροφυλακής Αργυρόκαστρου, βραδύτερα μετεπήδησε και ενώθηκε με τους Αλβανούς αντάρτες, μαχόμενος μαζί τους στην 18 Ταξιαρχία Κρούσης.
Σε αντιδιαστολή προς την περίπτωσή της, την 9η Ιουνίου 1945 στη Θεοδώρα Καντρή απαγγέλθηκαν βαριές κατηγορίες από την ανακριτική επιτροπή για τους εγκληματίες πολέμου της Νομαρχίας Αργυρόκαστρου υπό τον Επαμεινώνδα Παπούλη και εισαγγελέα τον Κίτσο Πρόκο (Kiço Proko). Η κατηγορία την στιγμάτιζε ως πληροφοριοδότη του «Μπαλ Κομπετάρ» και τυφλό όργανο του εγκληματία Ιντρίζ Γιάζο, ως συμμετέχουσα σε επιχειρήσεις ελέγχου και συλλήψεων, σε λαφυραγωγήσεις και εμπρησμούς οικειών στη Δρόπολη, σε συμμετοχή στη δολοφονία των θυμάτων Μπούλε Ναΐπι (Bule Naipi) και Περσεφόνη Κοκδήμα (Persefoni Kokëdhima).
Τρεις μέρες βραδύτερα, την 12η έως και την 18η Ιουνίου 1946 η υπόθεση δικάσθηκε ενώπιον του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου υπό τη σύνθεση έδρας με προεδρεύοντα τον περιβόητο Μουσταφά Κιλίμι· της αποδόθηκε η κατηγορία του εγκληματία πολέμου (συνεργάτης του τρομοκρατικού μηχανισμού σε εγκληματικές πράξεις: εκτελέσεις, πυρπολήσεις, ληστείες και αρπαγές κ.λπ) και εχθρού του λαού (ενήργησε κατά των υψίστων συμφερόντων της πατρίδας) και διά της Απόφασης 24/20.6.1945 κηρύχθηκε ένοχη παμψηφεί, κατά τη έννοια του Άρθρου 14, 15, 18, 19 του Νόμου 41/14.1.1945 «Για την οργάνωση και λειτουργία των Στρατοδικείων» και καταδικάσθηκε σε θάνατο διά τυφεκισμού. Την 23η Ιουνίου 1945, η πρωτοβάθμια απόφαση του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου επικυρώθηκε διά της απόφασης 137/23-6-1945 από το Ανώτατο Στρατοδικείο του Ανώτατου Αρχηγείου του Στρατού υπό τον Γκάκιο Φλόκι (αντισυνταγματάρχη) και εισαγγελέα τον περιβόητο Μυφταρ Τάρια (ταγματάρχη). Την 26η Ιουνίου 1945 με εντολή του Ενβέρ Χότζα η απόφαση τυφεκισμού εγκρίθηκε και στις 29 Ιουνίου 1945, ημέρα Παρασκευή, εκτελέσθηκε δημοσίως, μαζί με πέντε άλλους στο Αργυρόκαστρο, στον τόπο απαγχονισμού της Μπούλε Ναΐπι και Περσεφόνη Κοκδήμα. Ήταν η πρώτη γυναίκα που δολοφονούσε το κομμουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας.
Σε πρότερη δίκη την 16 Μάρτιου 1943 ο Idriz Jazo Sinavani καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού και εκτελέσθηκε στο Αργυρόκαστρο. Στις 13 Απριλίου 1945 καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε και ο Ισμαήλ Γκολέμη.
Αλγεινή εντύπωση προκαλούσε δημοσίευμα της εφημερίδας Λαϊκό Βήμα (23 Ιουλίου 1945) το οποίο, με άκρατη λεκτική βία, συνιστούσε επιτομή περιύβρισης και βεβήλωση μελλοθάνατου, την ίδια μέρα που επικυρωνόταν η απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην καταχώρηση αναφερόταν: «Για τη Θεοδώρα Καντρή από Δερβιτσάνη, τη γυναίκα που πούλησε την τιμή της, ντύθηκε τζανταρίκα και έγινε σπιούνος και εκτελεστικό όργανο του Ιντρίς Γιάζο, που σκότωσε και έδειρε και ήταν το φόβητρο της Δρόπολης και του Κάστρου, την γυναίκα που σαν το πιο σιχαμερό τέρας ξεφτιλίστηκε σ’ όλα τα σκυλιά, αξίζει και ζητήθηκε θάνατος όπως και έγινε». Το υφολογικό στίγμα της εφημερίδας θύμιζε την ασυγκράτητη επιθετικότητα των αγορεύσεων των σοβιετικών στρατοδικείων με συκοφαντικές επιθέσεις για τον «ηθικό εκπεσμό» της κατηγορούμενης για τον οποίο, όμως, τέτοια ευρήματα δεν υπάρχουν ούτε στη δικογραφία, στην οποία αναδεικνύεται η ψυχοδυναμική φυσιογνωμία της ως αγωνιώδης φωνή αθωότητας και πάθους για τη ζωή.
Ο Τάσιος Λώλης, δικηγόρος της κατηγορούμενης, εκτελώντας την άχαρη αποστολή της υπεράσπισης, όπως όλοι οι δικηγόροι της εποχής, προσπάθησε να αντικρούσει τις κατηγορίες, αλλά, οργίλος, ο εισαγγελέας έδρας Κίτσο Πρόκο τον διέκοπτε στιγματίζοντας απρεπώς την κατηγορούμενη, ως μίασμα της αντίδρασης και ορκισμένη εχθρό του λαού. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του από το Λαϊκό Βήμα: «Ο δικηγόρος προσπαθεί να ρίξει τα σφάλματα στην παλιά κοινωνία που τους έκανε τέτοιους και έπραξαν ασυνείδητα και σε ορισμένες περιπτώσεις φέρθηκαν όχι κακά.»
Επίλογος
Η τιμωρία των κατοχικών δωσίλογων και εγκληματιών πολέμου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αλβανία, όπως σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, ανετέθη σε πρόχειρα δικαστήρια αμφιβόλου κύρους, στα οποία όλοι οι ιδεολογικοί και πολιτικοί αντίπαλοι της αναδυόμενης κομμουνιστικής τάξης, εκόντες άκοντες, ορίσθηκαν εχθροί του λαού και τουφεκίστηκαν με επιδεικτική βιαιότητα και ταξικό μίσος. Η Θεοδώρα Καντρή, η πρώτη γυναίκα που δολοφονήθηκε από το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς, υπήρξε η πρώτη γυναίκα θύμα αυτής της ψύχωσης, του αλβανικού εθνικιστικού παροξυσμού αλλά και της καχυποψίας της τοπικής κοινωνίας, η περίπτωση της οποίας αποτελούσε εξαίρεση από τα επικρατούντα πρότυπα και την κοινή συνείδηση.
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ