Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ

Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

Το πρώτο τεύχος της ελληνόφωνης εφημερίδας Λαϊκό Βήμα (αρχικά όργανο του Συμβουλίου του Εθνικο-Απελευθερωτικού Μετώπου του Νομού Αργυροκάστρου και στη συνέχεια όργανο του Δημοκρατικού Μετώπου της επαρχίας Αργυροκάστρου για την Ελληνική Μειονότητα) κυκλοφόρησε την 25η Μαΐου 1945.

Στην εναρκτήρια εκδοτική επιτροπή συμμετείχαν οι: Φίλιππος Λίτσιος , αρχισυντάκτης, Μιχάλης Καράντζας  και Αριστείδης Μπλάνης, συντάκτες. Έδρα της εφημερίδας ορίστηκαν αρχικά τα Τίρανα, ενώ στη συνέχεια (1948) η έδρα μεταφέρθηκε στο Αργυρόκαστρο. Ενδεικτικό της αποστολής και της σπουδαιότητας της εφημερίδα, ως φερέφωνο της αλβανικής κομμουνιστικής πολιτικής και κακέκτυπο της εφημερίδας Zëri i Popullit είναι ότι εκδόθηκε και λειτούργησε υπό την στενή παρακολούθηση και επιτήρηση της συζύγου του αλβανού τύραννου Ενβέρ Χότζα, Νεντζμίγε Χότζα.

Η εφημερίδα, όπως όλος ο αλβανικός τύπος, παρέμεινε, απ’ αρχής μέχρι τέλους, πλήρως ελεγχόμενη από τον πολιτικό κώδικα υποταγής, στη βούληση της κομματικής εξουσίας την οποία υπηρέτησε ως αντίκτυπος των καθεστωτικών αλβανικών πολιτικών και ιδεολογικών συμφερόντων. Αλλιώς δεν μπορούσε να υπάρξει.

Σύμφωνα με τη δημοσιογραφική αντίληψη της εφημερίδας –η οποία πίστευε ότι εξέφραζε την πλειοψηφική συμπαράταξη των Βορειοηπειρωτών με το αλβανικό πολιτειακό σύστημα, αλλά στην ουσία παροχέτευε την εθνική πολιτική του αλβανικού κράτους– τα εθνικά οφέλη των ελλήνων μειονοτικών στην Αλβανία διασφαλίζονταν διά της πολιτικής και ιδεολογικής τους ταύτισης με το κρατούν καθεστώς της χώρας, υιοθετώντας την αρχή της ένωσης και συναδέλφωσης.

Η ιδεολογική χρήση προκρίθηκε ως το σημαντικότερο πνευματικό αγαθό και για την ελληνική κοινότητα με τάσεις αποσιώπησης της εθνικής συγκρότησης και κάθε προσπάθειας εθνικής περιχαράκωσης πίσω από τις εθνικές αξίες. Όμως, εκ των υστέρων, όλο αυτό απεδείχθη μια «προοδευτική σαχλαμάρα», καθώς επινοήθηκε η φαιδρή θεωρία της αυθύπαρκτης και αυτοφυούς μειονότητας (στην ουσία αναγνωρισμένης μόνον ως γλωσσικής) με πατρίδα τον σοσιαλισμό και προστάτη το κόμμα. Εν ολίγοις, αφενός η ιδεολογική κομμουνιστική ψευδοευλάβεια και αφετέρου η φρονηματική πίστη συνυπήρξαν ως μια αδήλωτη υποκαίουσα κοινωνική αντιδικία.

Η αποστέρηση της εθνικής συνείδησης και η αποσιώπηση του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού ήταν μια απόπειρα καταδικασμένη. Η τάση αυτή υποδήλωνε, εν πρώτοις, φόβο από την αλβανική πολιτική τάξη καθώς η τεχνητή υποβάθμιση των αδιαμφησβήτητων εθνικών αξιών μέσω της αποκοπής της από τον εθνικό κορμό και την απεμπόληση των δικαιωμάτων της ως φορέα ενός αρχαίου πολιτισμού όπως όλοι οι Έλληνες, την καθιστούσε κοινότητα αυξημένης πνευματικής σπουδαιότητας σε σχέση με τους ντόπιους συνυπάρχοντες.

Σε αντιδιαστολή με τον βορειοηπειρωτικό τύπο της Ελλάδας, το Λαϊκό Βήμα πρέσβευε ολοκληρωτικά το ιδεολογικό (κομμουνιστικό) μέλλον της μειονότητας ως την ασφαλέστερη εγγύηση της εθνικής της επιβίωσης. Εκ των υστέρων, όμως, δεν δικαιώθηκε: Το εδαφικό καθεστώς της Βορείου Ηπείρου δεν μετασχηματίσθηκε και τα εθνικά της δικαιώματα παρέμειναν επισφαλή.

Ο σκοπός της αλβανικής κυβέρνησης σχετικά με την αποστολή του Λαϊκού Βήματος  διατυπωνόταν στις οδηγίες προς την εφημερίδα στις 2 Μαρτίου 1948: «Να αντικατοπτρίσει τη ζωή του μειονοτικού λαού, ν’ αναδείξει τα προβλήματά του και να προτείνει λύσεις για την επίλυσή τους, να συνδέσει τον μειονοτικό λαό ψυχή τε και σώματι με τον αλβανικό και να τον καταστήσει αδιάσπαστο μερίδιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας». Συνεπώς, επιτελικός σκοπός της εφημερίδας ήταν η απάμβλυνση της εθνικής συνείδησης, η εξασθένιση της φρονηματικής συγκρότησης και η πλήρης απαλλοτρίωση της θρησκευτικής πεποίθησης του ελληνικού στοιχείου στη Βόρειο Ήπειρο, με σκοπό την οριστική συγχώνευσή του με την Αλβανία.

Το 1950, με αφορμή τις ταραχές της Γλύνας  και της Γκορίτσας, αλλά και μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το Λαϊκό Βήμα κλήθηκε να αλλάξει αιχμή. Στη θέση του αρχισυντάκτη προήχθη ο Θεόδωρος Σιάνος, ενώ παρέμενε ο Αριστείδης Μπλάνης  ως οικονομικός συντάκτης, ο Κώστας Ζάβαλης, ως συντάκτης εξωτερικών υποθέσεων, ο Παύλος Σούτης, ως υπεύθυνος πολιτισμού και προπαγάνδας, ο Θανάσης Μπέλος  και ο Γιώργος Σάρας, ως ανταποκριτές, απόφοιτοι δημοτικού. Η εφημερίδα επανδρώθηκε επίσης με διορθωτή, λογιστή και αγγελιοφόρο. Η τοπική επιτροπή πρότεινε την αύξηση του προσωπικού με δημοσιογράφους και μεταφραστές, ανταποκριτές και διοικητικό προσωπικό, συνολικά σε 23 άτομα. Μακροβιότερος αρχισυντάκτης της εφημερίδας υπήρξε ο Αλέξης Λάππας, ενώ της τελευταίας συντακτικής επιτροπής –πριν την μεταπολίτευση (1991)– ηγείτο ο Βασίλης Τσιάμης και στη συνέχεια ο Θανάσης Σούτζιος.

Το 1956, το Λαϊκό Βήμα εμπλουτίσθηκε με δισέλιδη επιφυλλίδα φιλολογικού περιεχομένου, τη «Λογοτεχνική σελίδα», αρχικά υπό τη φιλολογική επιστασία του Πάνου Τσιούκα. Από το 1960 έως το 1968 η λογοτεχνική σελίδα ανεστάλη ενώ επανήλθε το 1968 έως το 1988 με νέα αρχισυνταξία. Το 1988-1991 ιδρύθηκε η νεοπαγής εφημερίδα Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα, ομόθεμη με τον τίτλο της περιεχόμενο.

Μετά το 1960 το Λαϊκό Βήμα, το οποίο υιοθετούσε πιστά και υπάκουα πλέον το ύφος και τη γραμμή της Zëri i Popullit, απείχε περισσότερο από τα εθνικά δρώμενα της μειονότητας, ενώ στο δημοσιογραφικό του περιεχόμενο αποσιωπήθηκε σχεδόν τελείως η ύπαρξή της. Δεν καταδεικνύονται πλέον αναφορές και ανταποκρίσεις για τα ελληνόγλωσσα σχολεία, τον αριθμό μαθητών και διδασκόντων ή για εκπαιδευτικά ζητήματα που είχαν σχέση με τη διδασκαλία της γλώσσας, τα ήθη και τα έθιμα, τις δημοτικές παραδόσεις, ενώ το γλωσσικό επίπεδο σημείωνε αισθητή καθίζηση, λόγω της απόλυσης του παλαιού δημοσιογραφικού προσωπικού. Επιπλέον, ενώ τα πρώτα χρόνια δημοσιεύονταν κατά καιρούς λογοτεχνικά κείμενα ελλήνων συγγραφέων (Δ. Σολωμού, Κ. Παλαμά , Κ. Κρυστάλλη κ.λπ.) και δημοτικά τραγούδια της λαϊκής παράδοσης, στη συνέχεια όλα αυτά εξέλειπαν, καθώς η εφημερίδα όξυνε τους αντιπαραθετικούς τόνους και το καταγγελτικό ύφος προς την Ελλάδα.

Επιπροσθέτως, η εφημερίδα τηρούσε τακτικές επαφές και αλληλογραφία με τους έλληνες πρόσφυγες των ανατολικών χωρών, και υιοθετούσε τις ίδιες υφολογικές και γλωσσικές επιλογές του ελληνικού Ριζοσπάστη του ΚΚΕ. Μέσω των αλβανικών πρεσβειών σε αυτές τις χώρες, αποστέλλονταν τεύχη της εφημερίδας, με προορισμό κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» / «Η φωνή της αλήθειας», αναμετάδιδε δημοσιεύματα της εφημερίδας Λαϊκό Βήμα  σχετικά με τη συμβολή των Ελλήνων της Αλβανίας στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ενώ έλληνες λόγιοι στις ανατολικές χώρες (Απόστολος Σπήλιος  κ.λπ.) αρθρογραφούσαν τακτικά στην εφημερίδα.

Τον Απρίλιο του 1969 ο Μπεχάρ Στύλα  (υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας και βασικός παράγοντας της πολιτικής για τη μειονότητα) εστάλη σε μία αποκλειστική αποστολή σε ελληνόφωνες περιοχές και με την ευκαιρία πρότεινε ενώπιον της ΚΕ του ΚΕΑ τη διαμόρφωση μίας πιο σκληρής αφομοιωτικής πολιτικής εις βάρος της ελληνικής μειονότητας. Ο Στύλα πρότεινε την υποβάθμιση αρχικά και στη συνέχεια τη σταδιακή κατάργηση της, τη σταδιακή κατάργηση και των σχολείων όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, αφού διαπίστωσε ότι τα ελληνικά στα σχολεία ήταν φτωχά, ενώ το γλωσσικό ιδίωμα των Βορειοηπειρωτών χαρακτηρίστηκε κατά τρόπο απαξιωτικό και κυνικό ως «μπασταρδεμένο». Πρότεινε την αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης της βορειοηπειρωτικής περιοχής μέσω συγχώνευσης των γεωργικών συνεταιρισμών της με γεωργικούς συνεταιρισμούς αλβανόφωνων περιοχών στην κεφαλή των οποίων θα τοποθετούνταν αλβανοί διοικούντες και της παρακίνησης μεικτών γάμων, την μετακόμιση ελλήνων τεχνικών μαζί με τις οικογένειές τους από τη μειονότητα στην αλβανική ενδοχώρα, τη μετάκληση όλων των ελληνόφωνων βορειοηπειρωτών εκπαιδευτικών επίσης στην ενδοχώρα και την αντικατάστασή τους με αλβανικό εκπαιδευτικό προσωπικό, τη σταδιακή κατάργηση του παιδαγωγικού λυκείου Αργυροκάστρου  ή τον μετασχηματισμό του σε άλλη ειδικότητα αλλά πάντως όχι στην ελληνική γλώσσα, και, τέλος, τη σκληρή ιδεολογική, ταξική και πολιτική κατήχηση των ελλήνων Βορειοηπειρωτών αποκλειστικά στην αλβανική γλώσσα.

Οι προτάσεις Στύλα, παρότι στο πνεύμα της εποχής και στο πλαίσιο της αφομοιωτικής κομμουνιστικής πολιτικής, είχαν υπερβεί τα εσκαμμένα και θεωρήθηκαν προκλητικές. Φυσικά, δεν μπορούσαν να βρουν άμεση και πρακτική εφαρμογή, διότι θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Ωστόσο, υπέρμαχα κομματικά στελέχη επιχείρησαν να εφαρμόσουν τις οδηγίες των δύο απεσταλμένων. Πάντως, στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΕΑ στις 5 Μαΐου 1969 ο Χότζα απέρριψε τις προτάσεις αυτές, υπό τη διαφαινόμενη προοπτική για διπλωματική ανασύνδεση των δύο χωρών. Θεώρησε άκρως επικίνδυνη την άποψη της μετάταξης των ελλήνων εκπαιδευτικών και ζήτησε την ενίσχυση της εφημερίδας ως μυητικού μέσου και ιδεολογικού μοχλού του κόμματος. Χαρακτήρισε σοβινιστική τάση την πολιτική υποκίνησης μεικτών γάμων μεταξύ μειονοτικών και Αλβανών αποσκοπούσα στο σταδιακό αφανισμό της εθνικής μειονότητας. Θα ήταν, όμως, αφέλεια να πιστέψουμε ότι το υπόμνημα Στύλα αποτελούσε προσωπική άποψη και πρωτοβουλία του.

Διαχρονικά, η κυκλοφορία της εφημερίδας δεν ξεπέρασε τα 2.500 φύλλα και δεν προτιμήθηκε ποτέ από τους νέους.

Ως θετικό πρόσημο της εφημερίδας πιστώνεται το γεγονός ότι επιβεβαίωνε, έμμεσα, την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Αλβανία και ότι, έστω και έτσι, υπό τις ιδεολογικές και πολιτικές αγκυλώσεις του αλβανικού καθεστώτος βοήθησε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παρ’ όλη την περιορισμένη επιρροή της στο αναγνωστικό κοινό. Η εφημερίδα ταυτίσθηκε με επιφανή ονόματα του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού της εποχής. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η εφημερίδα Λαϊκό Βήμα συνιστά την προσκηνιακή ιστορία του μειονοτικού ελληνισμού της Αλβανίας κατά την κομμουνιστική υπερίσχυση. Συνεπώς, κάθε ανάθεμα προς την εφημερίδα είναι αδικαιολόγητο.

Το «Λαϊκό Βήμα» συνέχισε τη δημοσιογραφική του πορεία και μετά τη μεταπολίτευση με ιδιοκτήτη τον Βασίλη Ιατρού έως το 2011-2012.

Από Editor

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *