Σταύρος Γ. Ντάγιος
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

Προσωπικά στέκομαι με ιδιαίτερη καχεξία και επιφύλαξη απέναντι στην απλουστευμένη έκφραση: «οι μειονότητες συνιστούν γέφυρα φιλίας μεταξύ της χώρας υποδοχής και προέλευσης». Η έκφραση αυτή είναι περισσότερο μια βολική και εύκολη άρθρωση των πολιτικών, ή οποία απαλείφει τις περιπλοκότητες, τις επιβουλές, τις δυσμένειες και τις δυσχέρειες, την καχυποψία και την εργαλειοποίηση και, πολλές φορές, τα υπόγεια παρασκήνια. Ως κενόσοφη στιχομυθία, εμπεριέχει περισσότερο πολιτική αληθοφάνεια και λιγότερη ιστορική αλήθεια, είναι αμφισβητήσιμη ακαδημαϊκά, αποδεδειγμένη και από την ιστορική γνώση, αλλά, εντούτοις, εξακολουθεί να συνηθίζεται στην κατ’ ιδίαν επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών –ως ευχή ή, αντιθέτως, ως εξορκισμός των δαιμόνων–, οι οποίοι, φρονώ, ούτε οι ίδιοι πιστεύουν στο αληθές του λόγου τους. Το πρόσφατο βιβλίο του παλαίμαχου δημοδιδάσκαλου και ιδρυτικού μέλους της «Ομόνοιας» Βαγγέλη Φ. Παπαχρήστου «Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία, ομονοιακή αναδρομή, 1991-2021» έρχεται να επιβεβαιώσει τις επιφυλάξεις μου. Ο αρχειακός τόμος –γιατί τέτοιος είναι– συνιστά μια πολύτιμη, αμάχητη τεκμηρειακή βάση με πρωτογενές ιστορικό υλικό για όλη την ιστορική αναδρομή της εθνικής οργάνωσης «Ομόνοια», από την ημέρα σύστασής της, το 1991 και έως και το 2021. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει έγγραφα, επιστολές, φωτογραφικό αρχειακό υλικό, ανακοινώσεις, προκηρύξεις, ενστάσεις κ.λπ. τα οποία αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για την ακαδημαϊκή προσοχή. Επισημαίνω δύο-τρία σημαντικά στοιχεία σε σχέση με την οργάνωση αυτή, η οποία συστήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία. Προσωπικά πιστεύω ότι, χωρίς να αγνοήσουμε τους άλλους εξωγενείς παράγοντες, όπως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τις κοσμογονικές μεταβολές στο ανατολικό στερέωμα, η ίδρυση της «Ομόνοιας» ήταν πρωτίστως εσωτερική αναζήτηση και έφεση του ίδιου του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, ο οποίος εξήρχετο από την πιο δύσκολη και σκοτεινή περίοδο της ύπαρξής του, από την 50-ετή κομμουνιστική επιβολή, κατά την οποία επιβίωσε υπό τη σύνθλιψη μιας πολιτικής, η οποία αποσκοπούσε στο διαρκή μαρασμό και στον αργό θάνατό του. Η εδραίωση του κομουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, όπως αποδεικνύεται από τις χιλιάδες δικογραφίες Βορειοηπειρωτών φυλακισμένων και καταδικασθέντων, δεν εκλαμβανόταν από την πλειοψηφία τους ως πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία -όπως διατεινόταν η κρατούσα προπαγάνδα-, αλλά ως εθνική υποδούλωση. Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, από συστάσεως του αλβανικού κράτους, δηλαδή από το 1912, όπου ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός αποκτά μια εθνική οργάνωση, η οποία δεν χειραγωγείται από την κεντρική εξουσία, αλλά λειτουργεί με εμφανώς πολιτική αυτοτέλεια και για πρώτη φορά έχει το δικαίωμα και την πολυτέλεια να επικοινωνεί με το μητροπολιτικό κορμό στην εργώδη προσπάθειά της για την προάσπιση των εθνικών του δικαίων. Το 1991 αποτελεί σημείο καμπής για το βορειοηπειρωτικό κόσμο: οι κοιμώμενες πολιτικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος αναζωπυρώθηκαν, οι ανατρεπόμενες τάξεις απέκτησαν φωνή και η συλλογική μνήμη εμπλουτίσθηκε με νέο αφήγημα. Όλα αυτά, σε αντίθεση με την απογοητευτική αποστράγγιση της περιοχής από το ανθρώπινο στοιχείο, («η βελούδινη αποδιάρθρωση της Βορείου Ηπείρου») αύξησε τις τάσεις της συνωμοτικής ερμηνείας της ιστορίας, αλλά και τη νευρικότητα που παρήγαγε η ιδεολογική και πολιτική περιχαράκωση των δύο παλιών παρατάξεων: εθνικοφρόνων και αριστερών. Τις τάσεις αυτές κλήθηκε να μονοιάσει η οργάνωση σε μια ιστορική αποστολή κάτω από το εύλογο όνομα «Ομόνοια» και τα δύο πορτρέτα που κοσμούσαν την έδρα της συγκέντρωσής των πρώτων ταγών κατά την ιδρυτική πράξη, τον Φεβρουάριο 1991, του Λευτέρη Τάλλιου και του Βασίλη Σαχίνη. Αυτή είναι η τεράστια αδιαμφισβήτητη πολιτική και εθνική συνδρομή της «Ομόνοιας». Ο χαλκέντερος Βαγγέλης Παπαχρήστου καταδεικνύει λεπτομερέστατες πτυχές από την πολιτική δράση, τις ανησυχίες, τις δύσκολες στιγμές που διήλθε η οργάνωση όλα αυτά τα χρόνια, με τη λογική προέκταση τις εξελίξεις στην ευρύτερη ελληνόφωνη Χιμάρα, ως ανεξαίρετο τμήμα της εθνικής μας συγκρότησης. Στη συλλογή δεν συμπεριλαμβάνεται η αιρετική άποψη που κατά καιρούς διατυπώθηκε –λογική έως ενός σημείου– αλλά αυτό δεν μειώνω ούτε κατ’ ελάχιστο την αξία του βιβλίου, σκοπός του οποίου είναι η συλλογή και η χρονική παράθεση των τεκμηρίων συμπληρώνοντας ένα εκκωφαντικό κενό στη σχετική βιβλιογραφία.