Σταύρος Γ. Ντάγιος

Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ

Εισαγωγική αναφορά

Η ιστορία είναι σκληρή θεότητα, από την ετυμηγορία της οποίας δεν διέφυγε κανένας. Όσοι προσπάθησαν να αναμετρηθούν με τον θεσμό της, να τον υποβαθμίσουν, να τον χειραγωγήσουν ή ακόμα χειρότερα να τον εξαπατήσουν βρέθηκαν ενώπιον ανυπέρβατων διελκυστίνδων και, τελικά, οδηγήθηκαν σε οδυνηρό τέλος, συνήθως λοιδορούμενοι και απαξιωμένοι. Όλοι αυτοί, οι «αλαζόνες της στιγμής», γνώρισαν την εκδικητική αντίδραση της ιστορίας, επειδή κανείς δεν μπορεί να εξαργυρώσει ή να εξαγοράσει το ενοχικό του παρελθόν. Η ιστορία –θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και «ο χρόνος»– είναι άπληστος παίκτης που πάντα κερδίζει, εκδικούμενος. Η ιστορία, ωστόσο, δεν είναι ετεροχρονισμένη εισαγγελία και δεν αποδίδει ουσιαστική δικαιοσύνη, διεκδικεί την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας στην έννοια του περί κοινού αισθήματος δικαίου.

Οι ήρωες του ιστορικού δεν μπορεί να δικαστούν, γιατί ανήκουν στο παρελθόν, αποτελούν αντικείμενο της ιστορίας και δεν υπόκεινται σε άλλη κρίση εκτός από εκείνη που ανιχνεύει και κατανοεί το πνεύμα του έργου τους. Ο ιστορικός δεν κάνει ηθικές καταδίκες, αλλά και οι εγκωμιαστικές ηθικές κρίσεις για άτομα του παρελθόντος μπορεί να είναι εξίσου παραπλανητικές, όσο και η ηθική καταδίκη τους.

Ο Σπύρος Πάνος –η πιο ακραία περίπτωση ιδιαιτερότητας στη βορειοηπειρωτική ιστορία και, συγχρόνως, ο πιο υψηλόβαθμος (το Έλληνας αποτελούσε λέξη ταμπού) μειονοτικός τιτλούχος της αλβανικής κομματικής και κυβερνητικής εξουσίας – υπήρξε ένας από αυτούς· βρέθηκε απέναντι από την ιστορία και το ίδιο του το παρελθόν και βίωσε την αμείλικτη αντεκδίκηση του διαρρέοντος χρόνου.

Και καθώς απομακρυνόμαστε από το εγγύτερο ιστορικό μας παρελθόν, επέρχεται η ώρα της δημόσιας συζήτησης αυτού του παρελθόντος ως ηθικό χρέος και επιστημονική επιταγή, η οποία πρέπει να γίνει με παρρησία αλλά και ευθύνη. Η λαϊκή (ή δημόσια) ιστορία είναι κοινό πνευματικό απόκτημα και προσδίδει κάποια γοητεία, η οποία διαμορφώνεται από όλους μας, αφηγητές και ιστορικούς επιστήμονες, κι αυτό δεν είναι κακό: η ιστορία του τόπου μάς απασχολεί όλους και οφείλουμε να συζητούμε όλοι. Όμως, ο ορθή μελέτη της απαιτεί μια σχετική επιστημονική σκευή και ειδικές γνώσεις και όταν δεν τις έχεις ελλοχεύει κινδύνους, παγίδες και ενίοτε οπισθοβουλία και διαβολή. Ιδίως, απαιτεί την αυθεντία της ηθικής ευπρέπειας.

Έως αργά διακινείτο η φήμη ότι ο Σπύρος Πάνος υπήρξε ο δαιμόνιος έλληνας μειονοτικός υπερθετικής ευφυΐας και διανοητικού δυναμισμού, ο ορμητικός μπολσεβίκος και ορκισμένος κομμουνιστής, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια πλάνη, μια διαστροφή, όπως χιλιάδες άλλες πλάνες και μυθεύματα που κυοφορούντο κάτω από το μυστηριώδες πέπλο της σκοτεινής παρασκηνιακής κομμουνιστικής εξουσίας. Από την μοιραία νύχτα της 8ης Απριλίου 1952 και έως το θάνατό του της 13ης Ιουλίου 1974 ο άλλοτε πανίσχυρος Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας Σπύρος Πάνος έζησε στην αφάνεια, περισσότερο ως «μυστηριώδης ήρωας» παρά ως πρωταγωνιστής των εξελίξεων.

Ποιος ήταν ο Σπύρος Πάνος

Ο Σπύρος Πάνος γεννήθηκε στη Βάνιστα, το 1916. Τι διπλανό χωρίο του, η Δούβιανη αποτελούσε το λίκνο των εθνικοφρόνων Βορειοηπειρωτών και των αρχειομαρξιστών, οι οποίοι προήγαγαν ανύσταχτα την ιδέα του ελληνισμού. Τον Νοέμβριο του 1943 οι αλβανοί κομμουνιστές δολοφόνησαν με δόλο τον χρηματομεσίτη Βασίλη Σαχίνη, ο οποίος συμβόλιζε την εθνική ιδέα όλης της περιοχής και τρία χρόνια μετά, την 6η Νοεμβρίου 1946, με απόφαση του αμφιβόλου κύρους Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου το οποίο καταδίκασε σε θάνατο, οι αλβανοί κομμουνιστές εκτέλεσαν κτηνωδώς τα μεσάνυχτα τον εξαίρετο νομικό και προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους Χρήστο Γκίνη, συγχωριανό του Σπύρου Πάνου, ως εμφορούμενο με την ιδέα του ελληνικού σοβινισμού.

Μετά την αποφοίτηση του δημοτικού του χωριού του ο Σπύρος Πάνος σπούδασε στο Διδασκαλείο Ελμπασάν (Shkolla Normale e Elbasanit), όπως και άλλοι Βορειοηπειρώτες διανοούμενοι της εποχής και μετέπειτα δημοδιδάσκαλοι, π.χ. ο μετέπειτα επιθεωρητής παιδείας Αργυρόκαστρου και καταδικασθέντας και αυτός σε θάνατο Ανδρέας Ανδρίκου από την γειτονική Γοραντζή και άλλοι. Το λύκειο αυτό εθεωρείτο ως ή Ζωσιμαία Σχολή της Αλβανίας, η οποία προήγαγε, με τη σειρά της, την ιδέα του αλβανισμού και της εθνικής σύνεσης. Από τον Αύγουστο του 1939 μυείται στη φασιστική ιδεολογία και καθίσταται ενεργό μέλος του Φασιστικού Κόμματος Αλβανίας, όπως ελάχιστοι άλλοι βορειοηπειρώτες διανοούμενοι της εποχής. Ο ίδιος αργότερα, στην ταπεινωτική εξομολόγηση ενώπιον του κόμματος, δήλωνε ότι ο προσηλυτισμός του στο φασισμό ήταν περισσότερο καταναγκαστική επιταγή, λόγω της ιδιότητας του ως δημόσιου υπάλληλου, παρά οικειοθελή επιλογή. Όντως, το 1940 υπηρετεί ως δημόσιος υπάλληλος και το Δεκέμβριο του 1942, για άγνωστους λόγους, φυλακίζεται στην Αυλώνα από το καθεστώς το οποίο υπηρετούσε ευπειθώς. Υπηρέτησε δάσκαλος της αλβανικής στην περιοχή της Αυλώνας και, ως μέλος του Φασιστικού Κόμματος, αναρριχήθηκε στη θέση του επιθεωρητή παιδείας της περιφέρειας αυτής. Στις αρχές Ιανουαρίου 1943 μετατίθεται στα Τίρανα διορισμένος ως γραμματέας της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Παιδείας της Αλβανίας όπου υπηρετεί σε όλες τις δωσίλογες κυβερνήσεις της Αλβανίας, συναγελασμένος με τους επιφανέστερους πνευματικούς ταγούς της εποχής. Τον Ιανουάριο 1944 ενώνεται με τους κομμουνιστές της ομάδας «Φωτιάς» υπό τον Ανδρέα Ζήση, οι οποίο είχαν ιδρύσει και ένα ιδιότυπο κομμουνιστικό κόμμα πρωϊμότερου του ενβερικού και των Γιουγκοσλάβων, υπό της οδηγίες προφανώς του ΚΚΕ στην Αθήνα· βραδύτερα ο πολιτικός σχηματισμός του θεωρήθηκε προδοτικός και οι πρωταγωνιστές του εξοντώθηκαν από την κομμουνιστική ηγεσία που επικράτησε στο παιχνίδι της εξουσίας, το 1944. Ο Σπύρος Πάνος, όμως, επέζησε. Τότε η «Φωτιά» λειτουργούσε με συνωμοτικούς όρους και παράνομα, γι αυτό, συγχρόνως, ο Σπύρος Πάνος εξακολουθούσε να είναι μέλος του Φασιστικού Κόμματος της Αλβανίας. Τον Μάιο του 1944 οσφράνθηκε ότι οι δυνάμεις του άξονα δεν έχουν καμία προοπτική επιβολής και, όπως η πλειοψηφία των Αλβανών μελών του Φασιστικού Κόμματος, μεταλλάσσεται σε κομμουνιστή, μυημένος στα ιδανικά του εγγενούς κομμουνισμού, μάλιστα τού ανατίθενται καθήκοντα οργανωτικού γραμματέα της τοπικής κομματικής επιτροπής των Τιράνων. Σε ύστερο χρόνο, τον Ιούλιο του 1944, προσχώρησε και στις ομάδες του αλβανικού ΕΑΜ και υπηρετεί στον αλβανικό στρατό έως τον Απρίλιο του 1945, μάλιστα η αναρρίχηση του στη στρατιωτική ιεραρχία του αλβανικού στρατού υπήρξε ιλιγγιώδης. Είναι ο μοναδικός Έλληνας μειονοτικός που του εμπιστεύεται ο ρόλος του πολιτικού επιτρόπου της Γ’ Ζώνης Επιχειρήσεων του στρατού. Το 1945 διορίζεται πολιτικός γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής της περιφέρειας του Ελμπασαν (ζώνη που γνώριζε από τα μαθητικά του χρόνια) καθήκοντα τα οποία ασκεί ως τον Φεβρουάριο του 1946, όταν διορίζεται, ως το Φεβρουάριο του 1947, πολιτικός γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής περιοχής της Σχόδρας. Ενώ εκτελεί, συγχρόνως, και καθήκοντα του προέδρου του ΕΑΜ της περιοχής αναστέλλει τη θανατική ποινή ενός καταδικασθέντος ρωμαιοκαθολικού και γι αυτό κατηγορείται για άμβλυνση του ταξικού αγώνα και ανήθικους συμβιβασμούς με τους πολιτικούς του αντίπαλους. Τον Απρίλιο του 1947, ως το Δεκέμβριο του 1948, είναι υφυπουργός Δημοσίων Έργων, τον Απρίλιο του 1949 ως το Μάρτιο του 1950 Πρώτος Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Τιράνων. Το Μάρτιο του 1950, έως τον Ιούνιο του 1950, αναπληρωτής Υπουργός Βιομηχανίας και Ορυχείων. Και τον Ιούλιο του 1950, ως τον Φεβρουάριο του 1951, δηλαδή για οχτώ μήνες, ο Σπύρος Πάνος διορίζεται από τον ίδιο τον Ενβέρ Χότζα ως αντιπρόεδρο της αλβανικής κυβέρνησης (αναπληρωτής πρωθυπουργός). Είναι ο πρώτος και ο μοναδικός έλληνας μειονοτικός που κατέχει αυτή την υψηλότατη κυβερνητική θέση. Αμέσως μετά, τον Φεβρουάριο του 1950 ως το Μάρτιο του 1952 διορίζεται ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας, που είναι και ο υψηλότερος κομματικός τίτλος που κατέλαβε ποτέ κάποιος Βορειοηπειρώτης πολιτικός στην κομμουνιστική Αλβανία, καθώς οι Βορειοηπειρώτες δεν κατείχαν ποτέ θέσεις υψηλού κοινωνικού κύρους.

Ο ουρανός, όμως, πάνω από τον Σπύρο Πάνο είναι νεφοσκεπής, υποβαθμίζεται απροσδόκητα σε υφυπουργό του Υπουργείου Γεωργίας και Συλλογής Προϊόντων ενώ το Μάρτιο του 1954, ύστερα από κάποιες ανώνυμες επιστολές με βαριές κατηγορίες (μάλιστα από το στενό του περιβάλλον) αλλά και τη διάχυτη έπαρση που εκδήλωνε ο Σπύρος Πάνος δέχεται ομαδικά πυρά και αναγκάζεται να προβεί σε μια ατιμωτική αυτοκριτική μεταμέλειας, επιτομή της προσωπικής απαξίας. Το 1960 υπήρξε μια άλλη σοβαρή καταγγελία εις βάρος του (επώνυμη πλέον). Στη συνέχεια επήλθε κάποια μορφή αποκατάστασης, αλλά τού ανατίθενται ασήμαντα κυβερνητικά (αλλά ποτέ κομματικά) καθήκοντα (αναπληρωματικού υφυπουργού πάντα), έως τον θάνατο του.

Η εκκωφαντική αποκαθήλωση

Αμέσως μετά το 1944 στην Αλβανία, όπως σε όλο το σταλινικό ανατολικό οικοδόμημα, επικράτησε ο ενθουσιασμός και ο συναισθηματισμός, ο οποίος αντέκοβε κάθε ορθολογική σκέψη. Ο ενθουσιασμός και το πάθος στην ιστορία αφορά το μεγάλο ψυχολογικό και φιλοσοφικό ζήτημα του ελέγχου της τύχης της ανθρωπότητας που είχε απασχολήσει και νικήσει τα μεγαλύτερα μυαλά της, και παροδικά την ανθρώπινη σύνεση, όπως συμβαίνει με τις εξεγέρσεις και τις στασιάσεις. Η αποτυχία, λοιπόν, του ιδεολογικού πάθους ήταν δεδομένη, αλλά μη ορατή, λόγω της ιδεολογικής σκόνης, της φρενήρης προπαγάνδας και του άκρατου λαϊκισμού που κάλυπτε τα πάντα. Ο Σπύρος Πάνος υπήρξε μέρος αυτού του ενθουσιασμού. Ίσως και τον αυγάτυνε αφελώς και με πολιτική αλλά κυρίως εθνική τυφλότητα.

Από τις 8 Απριλίου 1952 έως τις 9 Μαΐου 1952, κατά ένα εφιαλτικό μήνα, ο Σπύρος Πάνος καλείται να απολογηθεί ενώπιον της κομματικής οργάνωσης βάσης των Τιράνων, στην οποία ανήκε, κατηγορούμενος για μια σειρά ατασθαλιών και στη συνέχεια αναγκάζεται να υποβληθεί σε μια αυτοεξευτελιστική αυτοκριτική μεταμέλειας ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας, κατηγορούμενος για απόκρυψη βιογραφικών στοιχείων (ως άλλοτε αρχειομαριξιστής), καριερίστας, υπερόπτης, αναρχικός και ότι με ανήθικους τρόπους προσπαθούσε να εξαπατήσει την κομματική ηγεσία και να αναβαθμιστεί ως μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΕΑ στη θέση του Ρίτα Μάρκου. Οι διακινούμενες φήμες για τις πολιτικές φιλοδοξίες του (παρείσακτου) Σπύρου Πάνου, ο οποίος δεν είχε τη συναίσθηση του «γνώθι σαυτόν», και η ακατανόητη υπέρμετρη υπεροψία του πυροδότησαν το εξολοθρευτικό μένος και την αχαλίνωτη εκδίκηση του ίδιου του Ενβέρ Χότζα αλλά και των αυλικών του. Αναγκάζεται να «βγάλει το εσωψυχά του», να αναζητήσει και να βρει εχθρούς εκεί που δεν υπήρχαν, και εντός του στενού του οικείου περιβάλλοντος, να εξωτερικεύσει και τις πιο απόκρυφες σκέψεις και επιθυμίες υπό το καθεστώς της πνευματικής καταστολής.

Στην πολυσέλιδη αυτοβιογραφική αναφορά του –δεν είναι ακόμα ώριμη η κοινωνία των πολιτών μας να την προσπελάσει– υπογραμμίζει ρητώς ότι έως το 1936 υπήρξε φορέας του ελληνικού σοβινισμού ενώ, βραδύτερα, κατά το διάστημα της κατοχής πίστευε ότι η μειονότητα, μεταπολεμικά, θα μπορούσε να ενωθεί με μια κομμουνιστική Ελλάδα και να αποτελέσει μέρος της, αλλά «συνετίσθηκε στοργικώς» από το κόμμα και εγκατέλειψε τη σοβινιστική αντίληψη. Η απολογία του – που καταδεικνύει μια εμετική δουλοπρέπεια– βρίθει από υπέρτατο λαϊκισμό, πολιτικό ραγιαδισμό, από φρικώδεις προσωπικές λεπτομέρειες, είναι ένα οικειοθελές ιδεολογικό και πολιτικό αυτομαστίγωμα. Οι δημόσιες δηλώσεις μετάνοιας –μια μορφή άτυπων λαϊκών δικαστηρίων– υπήρξαν μια ύπουλη αφανής σταλινική μορφή άσκησης καταναγκασμού, ψυχολογικής καταπίεσης και αυτόεξόντωσης. Ήταν, στην ουσία, κίβδηλες πολιτικές καταδίκες και ποταπή μορφή υποδούλωσης που σκοπό είχαν πρωτίστως την καταστολή της αλήθειας. Είναι η επιτομή της πνευματικής αποκτήνωσης και της ατιμωτικής απόρριψης από το ίδιο του το κόμμα το οποίο υπηρετούσε.

Στη σταλινική πρακτική της αλληλοϋπονόμευσης και αλληλοεξόντωσης το πρώτο βήμα της καταδίκης ήταν η πρόκληση έντονης δημόσιας κοινωνικής απαξίας.

Παρόλη την ταπεινωτική πνευματική απογύμνωση και την αυτοακύρωση, στις λυσσαλέες βίαιες σημειώσεις του ο Ενβέρ Χότζα διείδε δόλια προαίρεση και ιδιοτέλεια στην αυτοκριτική του, τον αποκαλεί «και αντισταλινικό, και τροτσκιστή, και έλληνα πράκτορα και απατεώνα, κλπ. κλπ».

Όλον αυτόν τον εφιαλτικό μήνα ο Σπύρος Πάνος εμφάνιζε σύμπτωμα ηθικού κλονισμού, αισθάνεται περιθωριοποιημένος, απόβλητο, μίασμα του ελληνικού σοβινισμού, και αποστάτης της κομμουνιστικής ορθότητας.

Είναι η εποχή που οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι περιέργειες, με οσμή συνομωσίας, κατασκοπευτικών ενεργειών και με ένα αφελέστατο σχέδιο ανατρεπτικού πραξικοπήματος σε εξέλιξη με πρωταγωνιστές αλβανούς πολιτικούς φυγάδες που κατοικοέδρευαν άβολα στην Αθήνα και την ελληνική περιφέρεια.

Το 1954 υπήρξε σημείο καμπής και για τη βορειοηπειρωτική σύγχρονη ιστορία. Μετά το θάνατο του Στάλιν (Μάρτιος 1953), την κηρυκτική θεωρία της ειρηνικής συνύπαρξης και τις αδόκητες δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου στην Βουλή των Ελλήνων ότι η Ελλάδα εφεξής επιδιώκει μόνον ειρηνική λύση για το Βορειοηπειρωτικό (στο πνεύμα της εποχής), στην Αλβανία έπαψε να καλλιεργείται η εθνική συνείδηση των Βορειοηπειρωτών. Η εθνικότητα υποχώρησε, θεωρούμενη παρωχημένη, ενώ προήχθη η πολιτική και ιδεολογική ωφέλεια ως η μόνη πνευματική βεβαιότητα της εποχής. Η απομάγευση των εθνικών αξιών δεν ήταν εύκολη υπόθεση για το σύστημα καταστολής, προκάλεσε μόνον μία βραχεία –ευτυχώς χωρίς ανεπούλωτες επιπτώσεις– «αγρανάπαυση».

Τα κενόσοφα κηρύγματα του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτικών, μητέρα των οποίων προκρίθηκε το Κόμμα και πατρίδα ο σοσιαλισμός δεν έπειθε κανέναν γιατί ήταν γελοία. Η πολιτική εξουσία ήταν η εξουσία του ίδιου του έθνους, συγκεντρωμένη και σε μορφή που διευκόλυνε την άσκησή της. Το έθνος καταγωγής των Βορειοηπειρωτών ήταν εχθρικό προς το έθνος που ασκούσε εξουσία ή, τουλάχιστον, έτσι διατείνονταν η εξουσία. Πώς μπορούσε, λοιπόν, να είναι φιλική η Ελληνική Εθνική Μειονότητα, η οποία ήταν προδοτική προς την καταγωγή της, άρα ήταν φορέας γενετήσιας ενοχής; Γι αυτό η Ελληνική Εθνική Μειονότητα χαρακτηρίζονταν εύσχημα ως αυτοφυή και αυθύπαρκτη για να αποχωρισθεί από το έθνος καταγωγής και να αμβλύνει την «εχθρότητα» με το έθνος συγκατοίκησης.

Στα ύστερα χρόνια του, ο Σπύρος Πάνος έως το θάνατό του (πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία) ως υφυπουργός Ελαφράς Βιομηχανίας και Τροφίμων σέρνεται σε ένα βούρκο απαξίωσης, καχυποψίας και συνωμοτικού συμβιβασμού με την αλβανική καθεστηκυία πολιτική τάξη. Ο Χότζα, ως σαδιστής ήθελε τα θύματά του να απαξιωθούν σε δημόσια θεά, αναξιοπρεπή και στιγματισμένα ως εχθροί, αλλά χάριν της γενναιοψυχίας του, να υπάρχουν τουλάχιστον βιολογικά. Συνεπώς από σαδιστής μετατρεπόταν σε ευεργέτη. Η χειρότερη μορφή πνευματικού θανάτου.

Επιλογικά σχόλια

Όπως αποδεικνύεται, σε όλη του τη διαδρομή του, ο υψηλόβαθμος κομματικός και κυβερνητικός τιτλούχος, Σπύρος Πάνος δεν είχε απολύτως καμία εμπλοκή με τα εθνικά θέματα του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, έζησε, έδρασε και προσέφερε πολιτικό έργο στην αλβανική ενδοχώρα.

Το γεγονός ότι από μέλος του φασιστικού κόμματος μεταλλάσσεται σε κομμουνιστή μάς παραπέμπει στη γενική τάση της πλειοψηφίας των αλβανών κομμουνιστών, πολλοί εκ των οποίων, από πρώην φασίστες και κάτοχοι σημαντικών τίτλων, προσηλυτίστηκαν αθορύβως και καιροσκοπικώς στον κομμουνισμό. Ο Σπύρος Πάνος, σε αντιδιαστολή με τους Βορειοηπειρώτες εθνικόφρονές, αλλά εν μέρη και τους μειονοτικούς κομμουνιστές, οι οποίοι, μετά την κατέρρευση του ελληνικού μετώπου, οδηγήθηκαν προς το νότο, δηλαδή προς την Ελλάδα, αυτός και ελάχιστοι άλλοι, όπως ο Γιάννης Λίλης, ακολούθησαν αντίθετη φορά, την πορεία προς το βορρά, δηλαδή προς την Αλβανία. Εκείνο όμως που δεν γνωρίζουμε και είναι αξιοπερίεργο είναι η συναισθηματική σχέση του Σπύρου Πάνου (του Γιάννη Λίλη είναι γνωστή) με τη λογοτεχνία (υπάρχουν ποιήματά του της νεανικής του ηλικίας, στα αλβανικά) και τη λογοτεχνική μετάφραση. Μετέφρασε ποιήματα του Κωστή Παλαμά στα αλβανικά, συνεργαζόμενος πάντα με τον φασιστικό τύπο της εποχής (Tomori i vogel, 1942). Πολλοί ισχυρίζονται ότι η σύμπραξη των μειονοτικών κομμουνιστών με τους Αλβανούς ήταν συνειδητή επιλογή, άλλοι δε ότι ήταν περισσότερο νομοτελειακή εξέλιξη. Ήταν και τα δύο, ανάλογα με την περίπτωση. Εικάζω ότι οι μειονοτικοί κομμουνιστές πίστευαν ότι η συνύπαρξη δεν σημαίνει απαραίτητα ταύτιση, παθητική σύμπνοια ή χειρότερα αφομοίωση, αφού και οι ίδιοι διατηρούσαν κάποια εθνικά σύμβολα, όπως τη γλώσσα, τα χριστιανικά ονόματα που είναι συστατικά του εθνισμού μας. Όμως, ο χοάνη του εθνικισμού και προλεταριακού διεθνισμού απεδείχθη εξίσου καταστροφική. Άλλωστε, απεδείχθη γρήγορα ότι αυτή η μέθεξη είχε ευκαιριακή βάση. Με τις μεταφράσεις του Παλαμά ο Σπύρος Πάνος επιδιώκει ίσως, ενδομύχως, τη διατήρηση της λεπτής αυτής κλωστής με την εθνική του καταγωγή.

Από Editor

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *