Έλενα Κανταρέ
Μια γυναίκα από τα Τίρανα, Εικοστός πρώτος, Αθήνα 1999.
Μετάφραση Σταύρου Γ. ΝΤΑΓΙΟΥ
Απόσπασμα
Η σκηνή του μυθιστορήματος της Έλενα Κανταρέ (συζύγου του επώνυμου αλβανού συγγραφέα, Ισμαήλ Κανταρέ) εκτυλίσσεται σε έναν εκδοτικό οίκο στα Τίρανα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, την εποχή της παντοδυναμίας του κομμουνιστή δικτάτορα Ενβέρ Χότζα. Το μεταφραστικό τμήμα του εκδοτικού παίρνει την εντολή να μεταφράσει τα άπαντα του «Μεγάλου Προϊστάμενου» σε διάφορες γλώσσες, τα οποία προορίζονται για τα κομμουνιστικά κινήματα ανά της υφηλίου. Το υλικό προς μετάφραση είναι άκρως εμπιστευτικό… Τι γίνεται όμως σε περίπτωση κάποιου μεταφραστικού λάθους ή διαρροής του απορρήτου; Διαβάστε …
Στον τρίτο όροφο, αριστερά του διαδρόμου, ένα συνεργείο εργατών τοποθετούσε μια καγκελόπορτα. Όλο εκείνο το πρωί, οι συντάκτες που δούλευαν στον τρίτο, αλλά
και οι υπόλοιποι που τύχαινε να ανεβοκατεβαίνουν για διάφορους λόγους, κοιτούσαν με περιέργεια, έτοιμοι να ρωτήσουν τι συνέβαινε και τι ήταν αυτή η πόρτα καταμεσής του διαδρόμου. Όμως, μόλις έβλεπαν τη μικρή ομάδα που επιτηρούσε τις εργασίες, κατάπιναν τα λόγια τους. Τα μέλη αυτής της ομάδας είχαν σοβαρό και επίσημο ύφος, λες και παρακολουθούσαν εγκαίνια. Την αποτελούσαν ο διευθυντής και δύο προϊστάμενοι, ο προϊστάμενος του τμήματος επιμέλειας των έργων του Μεγάλου Προϊσταμένου και εκείνος του τμήματος που τα μετάφραζε στις ξένες γλώσσες, μαζί με κάποιον άγνωστο που τους παρακολουθούσε αδιάκριτα, λίγο παράμερα. Θα πρέπει να ήταν κάποιος πολιτικός μηχανικός, γιατί, με ύφος που δε σήκωνε συζητήσεις, έδινε κάθε τόσο εντολές στους εργάτες. Κατάλαβαν όλοι, πολύ γρήγορα, ότι αυτά τα κάγκελα θα απομόνωναν από τον υπόλοιπο χώρο ένα τμήμα του διαδρόμου, εκεί που βρίσκονταν τα γραφεία των συντακτών που ασχολούνταν με τη δημοσίευση των
έργων του Μεγάλου Προϊσταμένου. Ήταν πιο δύσκολο να κατανοήσουν την αιτιολογία αυτής της απομόνωσης. Η πρώτη ιδέα που ερχόταν στο μυαλό ήταν, φυσικά, η έξωθεν απειλή: εάν υπήρχε περίπτωση να την είχε ξεχάσει κάποιος, τα συνθήματα στους τοίχους παρέμεναν εκεί για να την υπενθυμίσουν. Τα τέσσερα από τα εφτά πανό ανέφεραν με μεγάλα γράμματα τις λέξεις «εχθρός» ή «εχθρικές ενέργειες».
– Ίσως να οφείλεται στο λάθος που ξέφυγε από αυτούς του τμήματος γαλλικών, υποστήριξε ο Ρομπέρτ.
Δύο βδομάδες πριν, ο βασικός μεταφραστής των γαλλικών είχε υποπέσει σε λάθη και για το λόγο αυτό είχε μεγάλα μπερδέματα, λόγω μιας παράληψης που είχε εντοπιστεί όταν ο τόμος βρισκόταν ήδη στο τυπογραφείο. Η παράληψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντη για κάποιον άλλον, αλλά για αυτόν, που είχε κάνει δεκατέσσερα χρόνια φυλακή, όλα ήταν διαφορετικά. Ό,τι τον αφορούσε, εξεταζόταν προσεκτικά από ένα άγρυπνο μάτι. Μια λέξη ή κάποιο χαμόγελο σε άκαιρη στιγμή, μια απουσία από τις τακτικές συνελεύσεις ή η αφηρημάδα του τη στιγμή που όλοι έπρεπε να χειροκροτήσουν και, αμέσως, τα δεκατέσσερα χρόνια της ποινής του έρχονταν να επιβαρύνουν τη θέση του.
Όταν βγήκε από το γραφείο του διευθυντή, ο μεταφραστής ήταν κατακίτρινος και προσπαθούσε να κρύψει με τα χέρια την ωραία γραβάτα που όλοι είχαν παινέψει το πρωί. Ντυνόταν πάντα με γούστο και, παρότι δεν ήταν ο πιο νεαρός, ήταν, αναμφίβολα, ο πιο κομψός άντρας της υπηρεσίας. Όταν είχε προβλήματα, το πρώτο του μέλημα ήταν να φροντίσει περισσότερο την εμφάνιση του. Την επόμενη μέρα ερχόταν ντυμένος με μεγαλύτερη φροντίδα και, όσοι αγνοούσαν τι είχε συμβεί, μάντευαν αμέσως ότι είχε τρεχάματα.
Δύο βδομάδες πριν, λοιπόν, αφού τον είχαν ταλαιπωρήσει με ατέλειωτες συνεδριάσεις στο γραφείο του διευθυντή, της προϊσταμένης προσωπικού και του γραμματέα του Κόμματος, και αφού αυτός είχε υποστηρίξει χιλιάδες φορές πως δεν υπήρχε λόγος να διαπράξει οικειοθελώς ένα τέτοιο λάθος εκείνοι, τέλος, είχαν διακόψει την ανάκριση, αλλά προειδοποιώντας τον με αυστηρό ύφος: Εν πάση περιπτώσει, προσοχή, σύντροφε Γιοζέφ! Ο εχθρός καραδοκεί να διεισδύσει παντού.
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, καθώς περνούσε μπροστά από εκείνη το συνεργείο που παρακολουθούσε τις εργασίες εγκατάστασης της καγκελόπορτας, ο Γιοζέφ αισθάνθηκε ένοχος. Ο χαιρετισμός του διευθυντή και των προϊστάμενων έμοιαζε σαν να του έλεγαν: «Ορίστε, τι μας έκανες! Εξαιτίας εκείνου του λάθους σου, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε μέτρα.»
Η προϊσταμένη προσωπικού, η συντρόφισσα Λουμτουρί, περνούσε από γραφείο σε γραφείο για να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση της καγκελόπορτας. Υπήρχαν πληροφορίες πως εχθρικές δυνάμεις, και μάλιστα κάποια ξένη πρεσβεία, προσπαθούσαν να συλλέξουν πληροφορίες που αφορούσαν τα μελλοντικά έργα του Μεγάλου Προϊσταμένου. Κατά συνέπεια, προνοούμε και λαμβάνουμε μέτρα για να ματαιωθεί κάθε απρόοπτη εχθρική ενέργεια (ο εχθρός μάς παραμονεύει, οι επιτεύξεις μας αγκάθι στο μάτι του εχθρού κλπ. κλπ). Μετά τη σκοτεινή πλευρά, ακολουθούσε η ρόδινη: προς γενική αγαλλίαση, ο Μεγάλος Προϊστάμενος αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο στη συγγραφή. Θα κυκλοφορούσαν και άλλα καταπληκτικά έργα. Και, καθώς το προσωπικό αποτελούνταν από ανθρώπους εμπιστοσύνης, μπορούσε να τους εκμυστηρευτεί πως ο Μεγάλος Προϊστάμενος σκόπευε να δημοσιεύσει σύντομα και λογοτεχνικά έργα!
– Αλήθεια! Ω, θαυμάσια! φώναζαν οι παραβρισκόμενοι. Πότε όμως; Πότε; ρωτούσαν με εμφανή την ανυπομονησία.
Εκείνη σήκωνε τους ώμους.
– Υποθέτω σύντομα, αλλά εσείς, όπως και να έχουν τα πράγματα, μην το διαδίδετε δεξιά και αριστερά. Ούτε κουβέντα.
– Βεβαίως, βεβαίως και όχι, συντρόφισσα Λουμτουρί!
Παρά τη βαριά ατμόσφαιρα που συντηρούσε αυτή η κατάσταση διαρκούς έντασης, υπήρχαν και ανεπαίσθητα φτερουγίσματα αγαλλίασης. Στα πρόσωπα εκείνων
που παρακολουθούσαν την εγκατάσταση της καγκελόπορτας, τα συνήθως τεντωμένα χαρακτηριστικά χαλάρωναν σιγά-σιγά. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει προς
την άλλη πλευρά. Την αγωνία που προκάλεσε εκείνη η αναθεματισμένη ξένη πρεσβεία και οι λοιπές εχθρικές δυνάμεις την διαδεχόταν ένα κύμα ευφορίας μπροστά στην είδηση πως ο Μεγάλος Προϊστάμενος βρισκόταν στον κολοφώνα της δημιουργικότητας του. Μετά, και πάλι, η δυσφορία έπαιρνε το πάνω χέρι.
Πάντως, οι μεταφραστές που δρασκελούσαν τον απομονωμένο από την υπόλοιπη υπηρεσία διάδρομο, αισθάνθηκαν πως είχαν αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος: όπως
συνέβαινε συνήθως όταν ερχόταν για μετάφραση κάποιο καινούριο έργο του Μεγάλου Προϊσταμένου ή εν όψει των συνεδρίων, όταν έπρεπε να προετοιμάσουν τα κείμενα για τους ξένους μαρξιστές-λενινιστές που είχαν προσκληθεί. Υπήρχαν φήμες πως ένα καινούργιο χειρόγραφο του Μεγάλου Προϊσταμένου θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή, ίσως και αύριο.
Ο βασικός μεταφραστής των γαλλικών βγήκε εντελώς ήρεμος από το γραφείο του διευθυντή, όπου τον είχαν καλέσει επειγόντως. Προφανώς οι φήμες για το χειρόγραφο επαληθεύονταν. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, όταν έπιναν καφέ στο κυλικείο, ο μεταφραστής χαιρετούσε γαλήνιος όλο τον κόσμο. Όταν κάποιος του είπε πως είχαν επιτέλους λήξει τα προβλήματά του, εκείνος του απάντησε μ’ ένα ανεπαίσθητο καταφατικό χαμόγελο.
Όμως, καθώς επέστρεφε στο γραφείο του, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κίνηση απώθησης: το ένα φύλλο της καγκελόπορτας, το δεξί, είχε ήδη τοποθετηθεί. Ο καημένος, σκέφτηκε η Σουζάνα που ανέβαινε τις σκάλες πίσω του. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια εγκλεισμού, τώρα είναι υποχρεωμένος να δρασκελάει καθημερινά μια άλλη πόρτα, παρόμοια με εκείνη των φυλακών.