Η ιστορία ανήκει στους νικητές, αλλά δεν γράφεται μόνον από αυτούς
Με αφορμή το άρθρο του κυρίου Γ. Μαρίνου στο Βήμα της 17ης Δεκεμβρίου 2010 «Ο Κίσινγκερ και εγώ», γεννούνται πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις περιώνυμες αλήθειες και μύθους στην ιστορία, τα οποία, είτε παραμένουν εσαεί αδιευκρίνιστα, είτε κάποτε απορρίπτονται ως μύθοι ή επαληθεύονται ως αλήθειες. Ας δούμε μια προσέγγιση της αισθητικής της ιστορικής μαρτυρίας.
Καμιά ιστορική μαρτυρία δεν αποτελεί απόλυτη βεβαιότητα. Άλλωστε απόλυτες βεβαιότητες δεν υπάρχουν, πλην των δογματικών αξιωμάτων ή των θρησκευτικών πρεσβευόμενων κηρυγμάτων, τα οποία αποδεχόμαστε ως αιώνιες αλήθειες. Χωρίς αξιολογήσεις, αιρέσεις ή αναθεωρήσεις, χωρίς τη λογική κρίση.
Η προσέγγιση της διαχρονικής αλήθειας, ως απόλυτη ταύτιση με την ιστορική πραγματικότητα, αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, επιστημονική ουτοπία. Το αιώνιο δίλημμα όλων των ερευνητών της συλλογικής μνήμης ήταν και παραμένει η αντικειμενική αξιολόγηση της ιστορικής μαρτυρίας και πηγής βάσει της οποίας προβαίνουμε στη σύνθεση των γεγονότων και τη συγγραφή του ιστορικού πονήματος. Η ανάγκη της αξιολόγησης και, τελικά, της απόφασης για την πιστότητα μιας ιστορικής μαρτυρίας μας αναγάγει αμέσως αν όχι σε κινδύνους μεροληψίας και προκατάληψης, τουλάχιστον, σε εκλεκτισμό. Καμιά αλήθεια δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτη χωρίς αξιολόγηση και αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της. Μπορεί όμως ο ιστορικός να αμφισβητήσει μαρτυρίες και με ποια βάση μπορεί να το κάνει; Αμφισβήτηση της ιστορικής αλήθειας σημαίνει εξαίρεση ενός μέρους της ή ολοκληρωτική άρνησή της. Τι πρέπει να εξαιρέσει ως ψευδή μαρτυρία και, κατά συνέπεια, τι πρέπει να αποδεχτεί ως ταύτιση με την ιστορική πραγματικότητα; Τι πρέπει να εξαιρέσει ως μην ορθό και αναξιόπιστο και πού μπορεί να βασιστεί; Η επιμελής αξιολόγηση της ιστορικής πηγής, της ιστορικής μαρτυρίας και όλων γενικά των ιστορικών στοιχείων, δηλαδή η αμφισβήτηση, αποτελεί μια μορφή βιασμού της συλλογικής μνήμης. Καμιά πηγή δεν είναι απόλυτα αληθής, καμιά πηγή δεν είναι απόλυτα ψευδής.
Φυσικά, η μνήμη δεν ταυτίζεται με την ιστορία, σχετίζεται με αυτήν και αποτελεί τη βάση για την απεικόνισή της. Η απεικόνιση του ιστορικού παρελθόντος αρχίζει με τη μνήμη αλλά ολοκληρώνεται με την ιστορία. Η μνήμη είναι μέρος της ιστορίας, μάλιστα «ακατέργαστο στοιχείο» της. Αυτό όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε για ανωτερότητες της μιας έναντι της άλλης. Η μνήμη έχει το προτέρημα της αναγνώρισης του παρελθόντος ως κάτι που υπήρχε αλλά δεν υπάρχει πια. Η ιστορία έχει το προτέρημα της μετουσίωσης του παρελθόντος ως πνευματικό αγαθό που καταγράφηκε και υπάρχει.
Όλες όμως οι μαρτυρίες και πηγές, αρχειακές και μη (δηλαδή η μνήμη) δεν μπορούν να θωρηθούν a priori αξιόπιστες και δεν ανταποκρίνονται με την ίδια ακρίβεια στην ιστορική πραγματικότητα.
Ας δούμε μερικές.
Μερικοί ισχυρίζονται πως η προφορική μαρτυρία είναι εξίσου αξιόπιστη και βάσιμη όσο και η γραπτή. Ωστόσο, παραμένουν αναπάντητα μερικά βασικά ερωτήματα, όπως: Πώς αναδεικνύεται η υποκειμενικότητα του ερευνητή και τι σχέση έχει η υποκειμενικότητά του με το ιστορικό αντικείμενο ή, γενικά, με το αντικείμενο της έρευνας; Τι σχέση έχει η διερεύνηση της ατομικής και συλλογικής μνήμης;
Η προφορική μαρτυρία δεν μπορεί να είναι ποτέ εξίσου αξιόπιστη και βάσιμη όσο η γραπτή. Ο ερευνητής πρέπει να αντιπαραβάλει την πιστότητα της προφορικής μαρτυρίας με άλλες μορφές μαρτυριών προκειμένου να υπερβεί την ατομική και υποκειμενική περιπτωσιολογία. Δηλαδή, να σκοπεύσει την επιβεβαίωσή της, τη διασταύρωσή της, ή την απόρριψή της μέσου άλλων μαρτυριών ή πηγών. Είναι γνωστή η αμφίδρομη και πολλές φορές αντιδραστική σχέση ερευνητή και αφηγητή και η αμφισβητούμενη υποκειμενικότητα του δεύτερου κατά την αφήγηση, ως προσπάθεια κυρίως «δικαίωσης εαυτού» ή, πολλές φορές, ως πρόθεση ενοχοποίησης των άλλων. Οι ατομικές αφηγήσεις, με την πάροδο του χρόνου, αποτελούν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο για την ιστορική έρευνα (γι αυτό και αμφισβητούνται ενίοτε από τους ιστορικούς και ερευνητές) εφόσον παρακολουθούν από ιστορική απόσταση δυσδιάκριτες διαδικασίες. Η σχέση της βιωμένης υποκειμενικά πραγματικότητας με την πραγματικότητα που μεταφέρει η αφήγηση, είναι όχι μόνον σκοτεινή, αλλά πολλές φορές και απροσδιόριστη. Στην έκφρασή της παρεμβάλλονται τόσο χρονικοί παράγοντες, όσο και διάφορες σκοπιμότητες ή/και επίκτητα πάθη. Οι σκοπιμότητες αυτές έχουν σχέση, κυρίως, με την ερμηνεία της ιστορίας ως προϊόν μεταγενέστερων κατασκευασμάτων, πολιτικών ή και άλλων σκοπιμοτήτων.
Η λογοτεχνία αποτελεί μορφή ιστορικής πηγής και πληροφόρησης, μάλιστα πολλές φορές αναντικατάστατη. Είναι γεγονός ότι ο γερμανός αρχαιολόγος E. Schlieman, οδηγήθηκε με ασφαλή ακρίβεια στην Τροία έχοντας μοναδικό οδηγό τα ομηρικά έπη. Ενώ ο Κάρολος Μαρξ επισήμανε πως από τα λογοτεχνικά έργα του Honoré de Balsac είχε αποκομίσει περισσότερα ιστορικά και οικονομικά στοιχεία για τη Γαλλία του 19ου αι. από ό,τι είχε αποκομίσει από όλα τα έργα των υπόλοιπων γάλλων οικονομολόγων και ιστορικών της εποχής.
Τα απομνημονεύματα δεν είναι παρά μορφή ατομικής αφήγησης και υποκειμενικής μαρτυρίας, διαχρονικό κατασκεύασμα αλλά υπό το βάρος των επιγενόμενων γεγονότων και υπό το αισθητικό πάθος του συγγραφέα. Το δικαιολογημένο δίλημμα, αν τα απομνημονεύματα ανήκουν στη fiction ή στη non fiction βιβλιογραφία, δηλαδή αν υπόκεινται στους όρους της ιστορικής πραγματείας ή της αισθητικής θα αναφύει όσο καιρό η ιστορική επιστήμη και η λογοτεχνία θα ανήκουν σε διαφορετικούς χώρους γνώσης.
Τα απομνημονεύματα σχετίζονται με εκείνο που συνήθως ονομάζεται μετασχηματισμός της μνήμης. Ορθά πολλές φορές οι ιστορικοί διαπιστώνουν τον έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα και τη διάθλαση του βιωμένου παρελθόντος μέσα από το πρίσμα των διαχρονικών σκοπιμοτήτων στα απομνημονεύματα επώνυμων και ανώνυμων προσωπικοτήτων. Η αμφισβήτηση ή η κατάργηση των ορίων του απομνημονευτικού είδους ως επιστημονικού πονήματος ή φιλολογικού κειμένου μαρτυρεί τη σχετικότητα των ορισμών και την αξία του ως αμφισβητήσιμης (αλλά όχι μη υπολογίσιμης) μαρτυρίας. Το μείζον πρόβλημα του ερευνητή είναι η εξέταση του συσχετισμού μνήμη/φαντασία/ιστορική ακρίβεια. Ο ισχυρισμός «εξ όσων θυμάμαι» ως καταγγελτική ή, απεναντίας, ως ενέργεια απενοχοποίησης, μπορεί να σημαίνει: πρώτον, αυτά θυμάμαι και τίποτε άλλο, δεύτερον, έτσι θυμάμαι (παραποιημένη, αλλοιωμένη, ή όπως ακριβώς συνέβηκε) την εξέλιξη των γεγονότων και, τρίτον, αυτά με συμφέρει να θυμηθώ. Δηλαδή, η μνήμη παρουσιάζεται σε τρία επίπεδα: μνήμη που εμποδίζεται, μνήμη που εξαναγκάζεται, μνήμη που χειραγωγείται.[1] Από την άλλη, αυτό το είδος «εγωγραφίας» δηλαδή το είδος artis – memoriae ως συσχετισμός μνήμης (και όχι απόλυτης οπωσδήποτε ιστορικής μαρτυρίας) και φαντασίας αποτελεί τη βάση της επιστημονικής αμφισβήτησης. Συνήθως, η αυτόβουλη εργασία της μνήμης και όχι η αποστολή ή το καθήκον της, πρέπει να θεωρηθεί πηγή πλησιέστερη με τα ιστορικά γεγονότα. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, τα απομνημονεύματα αποτελούν μόνον συμπληρωματικά ιστορικά στοιχεία τα οποία χρειάζονται περαιτέρω επιβεβαίωση ή, απεναντίας, απόρριψη. Συνεπώς, τα απομνημονεύματα αποτελούν μια μορφή προφορικής αφήγησης της πραγματικότητας, η οποία συμφύρει τη μυθοπλασία με τη μαρτυρία. Η παράθεση ή, απεναντίας, η αγνόηση και παράλειψη της μορφής αυτής πολλές φορές αποτελεί σκάνδαλο για τον ιστορικό. Αυτό το είδος της ιστορικής μαρτυρίας θα μπορούσε να καταταχτεί στην λαϊκή ιστοριογραφία και, σε αντίθεση με την επιστημονική, αποτελεί ένα είδος προφορικής ιστορίας όπως π.χ. η προφορική συλλογική λαϊκή τέχνη σε σχέση επίσης με την ιστορία.
Θα ήταν επιστημονική αφέλεια αν κάποιος πίστευε τυφλά στα απομνημονεύματα του Ενβέρ Χότζα, δείγματος χάρην, τα οποία, ως γνωστόν, αποτελούν φιλολογικά κατασκεύσματα που σκοπό είχαν να απεκδυθεί των πολιτικών του ευθυνών και να καταλογίσει ευθύνες ή και εγκλήματα σε συνεργάτες, συμμάχους, αποστάτες και εχθρούς του.
Περιπτώσεις αμφισβήτησης των απομνημονευμάτων υπάρχουν και αλλού. Εκφράζονται, λόγου χάριν, σοβαρές επιφυλάξεις για την πιστότητα των απομνημονευμάτων του Δ. Βλαντά αναφερόμενα στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο ενώ έντονα αμφισβητήθηκαν και τα απομνημονεύματα του ιδίου του Τσόρτσιλ, μάλιστα από στενούς συνεργάτες του όπως τον Eden, Macmillan, Leeper κ.λπ. Τέλος, αν κάνουμε μια απλή αντιπαραβολή των απομνημονευμάτων του M. Djilas και του απόρρητου ημερολογίου του Γκ. Δημητροφ Dimitrov που αφορούν ίδιες ιστορικές καταστάσεις και γεγονότα, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μεγάλη απόκλιση. Στα απομνημονεύματα του Djilas υπάρχει έντονο το καταγγελτικό στοιχείο κάτι που μας κάνει να είμαστε περισσότερο δύσπιστοι και επιφυλακτικοί στην πιστότητά τους και να τα θεωρούμε λιγότερο αναξιόπιστα από τις σημειώσεις του Γκεόργκι Δημητρόφ .
Η αβεβαιότητα του ιστορικού, επίσης, ενώπιον των υποθέσεων, των φημών ή των προφορικών πληροφοριών ανάγεται στο γεγονός ότι τόσο η υπόθεση όσο και η φήμη αποτελούν καταστάσεις προς επαλήθευση. Όλες αυτές οι μορφές δεν είναι παρά ανεπιβεβαίωτες συνθήκες, ανεξακρίβωτες πληροφορίες που διαδίδονται ανεξέλεγκτα προφορικά ή γραπτά, την ορθότητα των οποίων μπορείς να αμφισβητήσεις αλλά όχι να απορρίψεις.
Συνήθως, οι αρχειακές πηγές θεωρούνται απόλυτη, αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Στην ουσία, οι αρχειακές πηγές (πρακτικά συνεδριάσεων, υπομνήματα συναντήσεων, κείμενα συμφωνιών, μνημόνια κ.λπ.) αποτελούν άμεση διατύπωση της πραγματικότητας, άμεση καταγραφή της, αλλά ουδέποτε μπορούν να χαρακτηριστούν αδιαμφισβήτητες και απόλυτες μαρτυρίες. Πολλές φορές και αυτές είναι υποκειμενικές διατυπώσεις, αμφισβητούμενες καταγραφές καταστάσεων και αιτιών. Όμως είναι, φυσικά, περισσότερο αξιόπιστες από τις πηγές της αποκαλούμενης λαϊκής βιβλιογραφίας και όχι συμπληρωματικές. Η ιστορική γνώση, ωστόσο, απέδειξε ότι πολλές φορές και οι αρχειακές πηγές μπορεί να αποδειχτούν αναξιόπιστες και ανακριβείς καθώς υπόκεινται μεταγενέστερες μεταλλαγές και αλλοιώσεις με σκοπό την απόκρυψη, τη διαστρέβλωση ή παραποίηση της ιστορικής αλήθειας. Συνεπώς, όλες οι μορφές των ιστορικών πηγών χρειάζονται περαιτέρω επιστημονική αξιολόγηση.
Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης (με την ιστορία των χωρών αυτών η δική μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη) θεσπίστηκε ένα καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας που στόχευε στην πλήρη πολιτικοποίηση της επιστήμης σύμφωνα με τις αρχές της κρατούσας κομμουνιστικής ιδεολογίας, δηλ. στην μη αντικειμενική απεικόνισή της. Όμως, συνεπώς, μπορούμε να αμφισβητήσουμε συλλήβδην όλη την υπάρχουσα βιβλιογραφία επικαλούμενοι την ιδεολογική μεροληψία και την πολιτική επιλεκτικότητα; Φυσικά, όχι. Κατά συνέπεια, πρέπει επιλεκτικά να εξετάσουμε τις μαρτυρίες και τις πηγές κάτι που όμως συνεπάγεται τον κίνδυνο του βιασμού της συλλογικής μνήμης.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στις ανατολικές χώρες (1991), η επάνοδο των εκπιπτόμενων κοινωνικών ομάδων, η βιασύνη και η νευρικότητα που εκδήλωσαν για την αποκατάσταση των πολιτικών και ιστορικών αδικιών εις βάρος τους, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ριζοσπαστική, καθολική αναθεώρηση, παραχάραξη και αλλοίωση της ιστορίας. Πολλές ιστορικές αδικίες και πλαστογραφήσεις αποκαταστάθηκαν ή διορθώθηκαν, γεγονότα τα οποία είχαν αγνοηθεί, παραχαραχθεί ή διαστρεβλωθεί από την κατεστημένη ιδεολογία, ήρθαν στο φως ξανά αποκτώντας την πραγματική τους διάσταση, ιστορικές προσωπικότητες που είχαν αδικηθεί, παρεξηγηθεί ή αμαυρωθεί, επανήλθαν στο προσκήνιο, νέες μαρτυρίες και πηγές επικαλέστηκαν να συμπληρώσουν, αναθεωρήσουν ή απορρίψουν την κομουνιστική βιβλιογραφία με στόχο την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας. Όμως πολλές φορές επικράτησε άκρατος και αδικαιολόγητος νιχιλισμός, μια πρωτοφανή τάση ισοπέδωσης και συνολικής αναθεώρησης όλης της ιστορικής κομμουνιστικής βιβλιογραφίας.
Ως κατακλείδα, παρά την αναμενόμενη σύγχυση που προκάλεσε στην ιστορική βιβλιογραφία η πτώση του κομουνισμού, στις ανατολικές χώρες, παρά τις έντονες και δικαιολογημένες επιφυλάξεις μας στη χρήση των αρχείων αυτών, το γεγονός ότι έχουν πλέον πρόσβαση περισσότεροι ερευνητές και ιστορικοί σε αυτά τα αρχεία, μας παρέχει μεγαλύτερη εγγύηση στην φώτιση της ιστορικής αλήθειας, ενώ καθίσταται διαυγέστερη η ενατένιση των ιστορικών γεγονότων. Προσθέτως, χωρίς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι πηγές αυτές, η ιστορική σπουδή θα ήταν πλημμελή.
Δρ. Σταύρου Γ. ΝΤΑΓΙΟΥ
[1] Paul Ricoeur «Γράφοντας την ιστορία», εφ. Το Βήμα, 30.7.2000, σ. β 12.