Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ
Εισαγωγική αναφορά
Το καλοκαίρι του 1977, στα πλαίσια της πολιτιστικής διπλωματίας, ανταλλάχθηκαν τα πρώτα καλλιτεχνικά συγκροτήματα μεταξύ της Αλβανίας και της Ελλάδας, τα οποία συνέβαλαν στη διπλωματική προσέγγιση και την καλλιέργεια πνεύματος φιλίας και εμπιστοσύνης.
Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία των περιοδειών των ελληνικών συγκροτημάτων αντιπαρερχόταν την τάση των Αλβανών να εξαιρούν από τον σχεδιασμό τις παραστάσεις στις ζωτικές περιοχές, τα εμπόδια που προέβαλαν στην υλοποίηση των προγραμμάτων, τη λογοκρισία των τραγουδιών και τα δρακόντεια αστυνομικά μέτρα στον χώρο των συναυλιών, ιδιαίτερα στη Βόρειο Ήπειρο. Οι καλλιτέχνες, όπως όλοι οι εισερχόμενοι στην Αλβανία ως επισκέπτες ή έμποροι, υπόκειντο σε ταπεινωτικούς ελέγχους στα σύνορα, υποχρεωμένοι να ξυριστούν ή να κουρευτούν κατά την άγραφη πηγή κομμουνιστικού δικαίου και την αντίληψη της προλεταριακής ηθικής, μεταφέρονταν με αλβανικά μεταφορικά μέσα με αυστηρή συνοδεία και διακριτική αστυνομική επιτήρηση. Επιτήδειοι «δημοσιογράφοι» κατέβαλαν ενίοτε προσπάθειες να εκμαιεύσουν θετικά σχόλια από τους έλληνες επισκέπτες για τη ζωή εκεί, τα οποία προβάλλονταν εμφατικά στον αλβανικό τύπο.
Καλλιτεχνικές ανταλλαγές και συναυλίες
Η περιοδεία του συγκροτήματος της Μαρινέλλας ήταν η πρώτη δυτικού κόσμου στη χώρα, συνοδεύτηκε, ωστόσο, από παρεξηγήσεις και εντάσεις, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει να ματαιωθεί εν τη γενέσει της.
Από την άλλη, τα αλβανικά συγκροτήματα στην Ελλάδα, οι περιοδείες και οι συναυλίες τους δεν προκαλούσαν έκσταση, όπως τα παρουσίαζε παραπλανητικά ο αλβανικός τύπος, προξενούσαν δε την αντίδραση των βορειοηπειρωτικών σωματείων, καθώς το πρόγραμμά τους κρινόταν –και έτσι ήταν– απλή κομμουνιστική προπαγάνδα και προσπάθεια ιδεολογικής μύησης, με αποθεωτικά και διθυραμβικά τραγούδια για τον αλβανό στυγνό δικτάτορα της χώρας, Ενβέρ Χότζα. Τα βορειοηπειρωτικά σωματεία διαμαρτύρονταν ότι η Ελλάδα δεχόταν μία αηδή χοντροκομμένη αλβανική προπαγάνδα υπό το κάλυμμα των συγκροτημάτων. Το ίδιο ανησυχούσαν και τους Γιουγκοσλάβους οι περιοδείες των αλβανικών θιάσων στο Κόσοβο.
Περιοδεία και συναυλίες της Μαρινέλλας
Το καλλιτεχνικό συγκρότημα της Μαρινέλλας, αποτελούμενο από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιώργο Γιολάση, τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού και συνθέτη Στέλιο Ζαφειρίου, τον τραγουδιστή Κώστα Καράλη, και τους αδελφούς Τζαβάρα αφίχθη στην Αλβανία το Σάββατο στις 13 Αυγούστου 1977, ύστερα από δαιδαλώδεις διπλωματικές διαβουλεύσεις, επιβουλή και καχυποψία. Η περιοδεία πραγματοποιούνταν στον αστερισμό δύο αντίρροπων παραγόντων: ο πρώτος ήταν η αδιανόητη υστερία της αλβανικής ιδεολογικής ορμής κατά του διεφθαρμένου δυτικού πολιτισμού, (είχαν παρέλθει μόνον τέσσερα χρόνια από τη διαβόητη Τέταρτη Ολομέλεια, η οποία είχε εξαπολύσει σφοδρή εμβολή κατά των πολιτιστικών και πνευματικών αξιών του δυτικού πολιτισμού, αποτελώντας το σημείο εκκίνησης μίας βάρβαρης γενοκτονικής επέλασης κατά τον πολιτικών αντιπάλων της πολιτικής εξουσίας της χώρας στα πλαίσια της περιβόητης πολιτιστικής επανάστασης της Κίνας με αθρόες συλλήψεις, φυλακίσεις, εξοντώσεις και πολυετείς καταδίκες. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η έφεση του ιδίου του Ενβέρ Χότζα να διατηρήσει ανοικτούς δίαυλους επικοινωνίας με την Ελλάδα, ενόψει της διαφαινόμενης ρήξης με την Κίνα και της κατάρρευσης της φημολογούμενης «χαλύβδινης αλβανο-κινεζικής φιλίας». Η Ελλάδα χρειαζόταν στον Χότζα ως μια πύλη προσέγγισης με τη Δύση, στα πρόθυρα της πλήρους απομόνωσης πλέον τόσο από τον δυτικό όσο και από τον ανατολικό κόσμο. Η Ελλάδα, από την άλλη, δεδομένου του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, επιθυμούσε τη διατήρηση και, ει δυνατόν, την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων με την Αλβανία.
Το συγκρότημα εισήλθε στην Αλβανία μέσω της Γιουγκοσλαβίας, παρότι πάγια θέση της Ελλάδας ήταν η διάνοιξη του μεθοριακού σταθμού της Κακαβιάς, η οποία θα διευκόλυνε, όπως και να ήταν, την επαφή με τον ελληνισμό της περιοχής και θα βοηθούσε την αναβάθμισή του, μα εισέπραττε ενίοτε την άρνηση της Αλβανίας.
Η πρώτη συναυλία δόθηκε στα Τίρανα, την ίδια μέρα της αφίξεως την 13η Αυγούστου στην αίθουσα της Όπερας και του Μπαλέτου του Πολιτιστικού Μεγάρου, και κινδύνεψε να εξελιχθεί σε τεράστιο διπλωματικό σκάνδαλο. Τα εισιτήρια διανεμήθηκαν σε επίλεκτους, έμπιστους και φανατικούς οπαδούς του κόμματος, αξιωματικούς του αλβανικού στρατού, αλλά κυρίως της ασφάλειας, οι οποίοι προσήλθαν με πολιτική περιβολή. Στη σφριγηλή ερμηνεία της Μαρινέλλας ο υφυπουργός Παιδείας και ατάλαντος συγγραφέας –ο οποίος είχε εισέλθει στο λογοτεχνικό στίβο με το ακαλαίσθητο διήγημα «Είναι λιοπύρι και σου καίει το καύκαλο»– Αναστάς Κόντο, κατά τρόπο συνωμοτικό και με αδιάκριτη διαβολή, μεθόδευσε σχεδόν την εκκένωση της αίθουσας, εν είδη διαμαρτυρίας για «την απρεπή και προκλητική εμφάνιση της Μαρινέλλας κατά την ερμηνεία των τραγουδιών σύμφωνα με τις αρχές της παρακμιακής τέχνης (art dekadent) και δεν εξέφραζε παρά τον εκπεσμό των κοινωνικών αξιών». Προκλήθηκαν επεισόδια και φιλονικίες.
Ένα μέρος των διανοουμένων, υποκινημένων και απειλουμένων από τον υφυπουργό, εγκατέλειψαν τη συναυλία με εμφανή επίδειξη αποστροφής προς τις κινήσεις της Μαρινέλλας επί σκηνής. Στη συνέχεια με αυτόν συμπαρατάχθηκε και ο υφυπουργός των Εξωτερικών, Ρεΐς Μαλίλε. Αμφότεροι μέμφονταν τη Μαρινέλλα ως φορέα της «εκφυλισμένης δυτικής τέχνης» και των ευτελών καλλιτεχνικών της αξιών. Τα επιχειρήματά τους, παρατιθέμενα με ακαταμάχητη λαθροχειρία, μπορούσαν να τέρψουν τους υπερκομμουνιστές της ιδεολογικής αποστείρωσης, αλλά όχι να πείσουν τους νουνεχείς ακροατές που παρακολουθούσαν με κρυφή ευαρέσκεια το πρόγραμμα. Μάλιστα, οι δύο υφυπουργοί από κοινού, επιδίωξαν τη ματαίωση όλης της περιοδείας και ζήτησαν με κατεπείγουσα επιστολή προς το Υπουργείο Εξωτερικών την απέλαση της Μαρινέλλας και συνολικά των μελών του συγκροτήματος από τη χώρα. Η υπόθεση υποτροπίαζε ραγδαία προσλαμβάνουσα επικίνδυνες διαστάσεις. Η τότε υπουργός Παιδείας Τέφτα Τσάμη –«η γυναικούλα με την τσάντα», όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες διπλωμάτες στα Τίρανα– αναθυμούμενη και σκιαγραφώντας τα ψυχοδυναμικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών, μου διηθήθηκε: «Παραθέριζα εκείνες τις ημέρες και εκλήθην κατεπειγόντως στα Τίρανα σε στενή σύσκεψη μεταμεσονύκτια στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Οι παραβρισκόμενοι, περιχαρακωμένοι σε δύο κλίκες αντίθετης προσέγγισης για το θέμα που είχε προκύψει, αντάλλασσαν σκληρές στιχομυθίες: οι μεν σκληροπυρηνικοί και υπέρμαχοι της δογματικής αλήθειας με την αλαζονική υπεροχή του υπερπατριώτη και τρεφόμενοι με επιδεικτική άρνηση ζητούσαν μετ’ επιτάσεως την άμεση απέλαση της Μαρινέλλας, ενώ οι δε μετριόφρονες σιωπούσαν. Ο ίδιος ο υπουργός των Εξωτερικών Νέστι Νάσε παρακολουθούσε αμήχανος και αποσβολωμένος. Του καταλόγιζαν ευθύνες επειδή δεν είχε ελέγξει, ως όφειλε, το πρόγραμμα η Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Εκείνος, τρομοκρατημένος και υπεραμυνόμενος, δήλωνε ότι αυτό ήταν αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και του μορφωτικού ακόλουθου της Αλβανικής Πρεσβείας. Ένας εκ των λειτουργών του Υπουργείου των Εξωτερικών, φρονώ ήταν ο υφυπουργός Εξωτερικών, δεν θυμάμαι το όνομά του (ήταν ο υφυπουργός των Εξωτερικών Ρεΐς Μαλίλε, εξελισσόμενος στη συνέχεια σε επιστήθιο φίλο του Κάρολου Παπούλια-Σ. Ντ.), λεπτός και μελαχρινός, με χοντρά γυαλιά, επέμενε να εκδοθεί παρευθύς απόφαση απέλασης από τη χώρα και να κοινοποιηθεί σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος. Φανταστείτε, τι θα συνεπαγόταν αυτό. Εντωμεταξύ, η Μαρινέλλα είχε οσφρανθεί το παρασκήνιο και φερόταν αγανακτισμένη. Διέδιδε ότι είχε προσβληθεί ανεπανόρθωτα και δεν επρόκειτο να συνεχίσει την περιοδεία, μάλιστα θα αποχωρούσε από τη χώρα. Εν ολίγοις, τίθεντο σε κίνδυνο οι ίδιες οι σχέσεις. Τότε μου ζήτησαν τον λόγο και είπα: Η Μαρινέλλα είναι προσκεκλημένη της χώρας μας και δεν συνάδει στους άγραφτους νόμους φιλοξενίας του λαού μας να απελαύνει τους φίλους του. Δεν είδα την συναυλία. Αλλά δεν πιστεύω σε όσα διαμείφθηκαν εδώ, σίγουρα υπάρχει υπερβολή και τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά. Επειδή ενημερώθηκα ότι και από την άλλη πλευρά υπάρχει νευρικότητα και αγανάκτηση, και δεδομένου ότι το παρόν συγκρότημα είναι το πρώτο που περιοδεύει στη χώρα μας και αυτό επιτεύχθηκε με πολύ κόπο και διπλωματικό έργο πρέπει να χειριστούμε με διαφορετικό τρόπο και συμβιβαστικότητα τις εξελίξεις. Σε αντίθετη περίπτωση, διακυβεύονται οι σχέσεις των δύο χωρών. Και πρότεινα: Πρώτον, αύριο (την Κυριακή, 14 Αυγούστου) να παραστώ εγώ η ίδια στη συναυλία. Δεύτερον, στην ανάπαυλα του προγράμματος να επικοινωνήσω κατ’ ιδίαν με την Μαρινέλλα, να τη συγχαρώ για το πρόγραμμα, και σε ένδειξη ευχαριστιών και φιλίας, να παραθέσω δείπνο προς τιμή όλων των μελών του συγκροτήματος. Οι ενέργειες αυτές εκδηλώθηκαν εν είδη σιωπηρής μεταμέλειας. Έτσι, βρέθηκε η λυτρωτική υπέρβαση και λύθηκε η παρεξήγηση σε μια υπόθεση εκ του μη όντος. Παρεβρέθην στη δεύτερη συναυλία, συνάντησα την Μαρινέλλα (το επιβεβαιώνει και ο τύπος της εποχής), η οποία εμφανίσθηκε εκδηλωτική και το χάρηκε, ενώ στη δεξίωση παραβρέθηκε και ο Έλληνας επιτετραμμένος της Ελληνικής Πρεσβείας στα Τίρανα, Στάθης Μητσόπουλος. Άμα το πέρας της περιοδείας, ο Έλληνας διπλωμάτης δεξιώθηκε την Μαρινέλλα και τα μέλη του συγκροτήματος· στο δείπνο προσεκλήθην και εγώ. Ήταν πολύ χαρούμενος –όπως και εγώ– που έστω και την ύστατη στιγμή αποσοβήθηκε το ναυάγιο μιας σπουδαίας πολιτιστικής πρωτοβουλίας, η οποία, πέραν του συμβολισμού, αποτέλεσε τεράστια παρακαταθήκη για το κοινό μέλλον των χωρών μας. Ολίγον βραδύτερα, ενημερώθηκε και ο ίδιος ο Ενβέρ Χότζα, ο οποίος συμμερίστηκε τη στάση μου και την επικρότησε.»
Πράγματι, στο ημερολόγιο του της 16ης Αυγούστου (δύο μέρες μετά την επεισοδιακή πρώτη συναυλία) ο Χότζα γράφει ότι παρακολούθησε οικογενειακώς τη συναυλία μέσω της τηλεόρασης, αναφερόμενος με κολακευτικά λόγια στην ελληνίδα καλλιτέχνιδα, η οποία «τραγουδούσε ελεύθερα και με μεγάλη εκφραστικότητα».
Πέντε μέρες μετά, την 21η Αυγούστου, ενημερωμένος για την άκομψη αντίδραση των «διανοουμένων» της αδιάλλακτης κλίκας των Κόντο-Μαλίλε και την επιστολή διαμαρτυρίας τους, –την οποία εμφάνιζαν ως αποκύημα συναισθηματικής παρόρμησης και όχι δογματικού ορθολογισμού– εξέφρασε δυσαρέσκεια, καθώς διακυβεύονταν οι ίδιες οι σχέσεις και αυτό δεν το επιθυμούσε.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, υπογραμμίζει ο Χότζα, συμφωνήσαμε η ελληνική πλευρά να στείλει ένα καλλιτεχνικό συγκρότημα και εμείς, επίσης, θα στείλουμε ένα δικό μας, πολύ μεγαλύτερο, μάλιστα, κι αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση το δέχτηκε. Επομένως, από πολιτικής πλευράς, αυτό από μόνο του συνιστά επιτυχία.
Αυτοί οι λογοτεχνικοί-καλλιτεχνικοί «κριτικοί», συνεχίζει, οφείλουν να γνωρίζουν ότι τώρα οι σχέσεις με την Ελλάδα βαίνουν βελτιούμενες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα κατέστη σοσιαλιστική χώρα. Όχι, αλλά οι καταστάσεις και τα συμφέροντά της, ομοίως και τα δικά μας, απαιτούν την τήξη των πάγων· εμείς να εμμένουμε, βέβαια, στις θέσεις μας αρχών. Στη χώρα μας συμφέρει να τηρεί με την Ελλάδα καλές σχέσεις γειτονίας και στις σχέσεις αυτές περιλαμβάνονται και οι πολιτιστικές σχέσεις.
Στη συνέχεια, η Μαρινέλλα έδωσε συναυλίες, εκτός των Τιράνων, στο Φίερι, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα, Δυρράχιο και Κορυτσά.
Λίγο πριν επιστρέψει από την Κορυτσά στην Ελλάδα, η Μαρινέλλα παραχώρησε συνέντευξη τύπου στον εκπρόσωπο της αλβανικής δημόσιας τηλεόρασης, στην οποία, παρά τη δυσανεξία της και τον αφιλόξενο τρόπο αντιμετώπισης στην πρώτη της συναυλία στα Τίρανα, δήλωσε απερίφραστα ότι η ίδια και όλο το συγκρότημα βρέθηκε σε ένα «φιλικό περιβάλλον». Τόνισε δε ότι θα επιθυμούσε να παραμείνει περισσότερες μέρες στην Αλβανία και να πραγματοποιήσει περισσότερες συναυλίες με το φιλόμουσο και φιλότεχνο αλβανικό κοινό, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι μόνο μια μεγάλη τραγουδίστρια αλλά και ευφυής, ανοιχτόμυαλη η οποία πρεσβεύει την καταλλαγή, τη συνεννόηση και τη συνεργασία των λαών ως βάση αναβάθμισης και ευημερίας τους.
Στον αλβανικό τύπο –ως είθισται– υπήρχαν αφιερώματα για την περιοδεία της Μαρινέλλας στην Αλβανία –συμπεριλαμβανομένου και του ελληνόφωνου Λαϊκού Βήματος, 18 Αυγούστου 1977–, αλλά με το αναμενόμενο συγκρατημένο ύφος. Ο δε ελληνικός τύπος χαρακτήρισε την περιοδεία της Μαρινέλλας ως «θριαμβευτική επιτυχία». (Καθημερινή, 17 Αυγούστου 1977)
Άμα τη επιστροφή της Μαρινέλλας στην Ελλάδα, την 19η Αυγούστου, μετά από μία εβδομάδα περιοδειών στην Αλβανία, παραχώρησε συνέντευξη τύπου προς τους Έλληνες δημοσιογράφους, στην οποία δεν αναφέρθηκε καν στην πικρία της πρώτης συναυλίας, αλλά επισήμανε «τη θερμή υποδοχή που της επεφύλαξε εκεί το κοινό». Τα λοιπά μέλη, όμως, του καλλιτεχνικού συγκροτήματος περιέγραψαν τη ζωή στην Αλβανία και τις «συγκρατημένες, αλλά ουσιαστικά θερμές, εκδηλώσεις του κοινού που παρακολούθησε τις εμφανίσεις τους» ως την πιο εύστοχη και ρεαλιστική διαπίστωση, η οποία αποτυπώνεται και στο μοναδικό βίντεο που διασώθηκε, παραγωγή της αλβανικής δημόσιας τηλεόρασης της εποχής. Οι Έλληνες καλλιτέχνες, προς τους οποίους απηύθυνε την 23η Αυγούστου συγχαρητήρια ο υφυπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Τρυπάνης, δήλωσαν ότι έβλεπαν ανθρώπους να εργάζονται, ελάχιστα αυτοκίνητα, φτωχικά ρούχα ακόμα και για τους επισήμους, πολύ φθηνό φαγητό. Άλλα μέλη του συγκροτήματος δήλωσαν ότι για να εισέλθουν στη χώρα οι άνδρες χρειάστηκε μέσα στο τρένο να κουρευτούν και να ξυριστούν.
Επιλογικοί αναστοχασμοί
Η Μαρινέλλα παρέμεινε στην Αλβανία 8 μέρες, ενώ ένα χρόνο μετά (1978) το καλλιτεχνικό συγκρότημα του Γιάννη Πάριου περιόδευσε 16 μέρες και οι συναυλίες του παρακολουθήθηκαν από 18.000 θεατές, ενώ δεν μπόρεσαν να προμηθευτούν εισιτήριο και παρακολούθησαν από τους εξωτερικούς χώρους άλλοι 10.000. Το μουσικό συγκρότημα του Γιάννη Πάριου, για πρώτη φορά, συνοδεύτηκε από συνεργείο της ΕΡΤ και επίσης για πρώτη φορά διήλθε μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων, καθώς έως τότε η διακίνηση ανθρώπων και αγαθών πραγματοποιούνταν μέσω Γιουγκοσλαβίας. Προς επίρρωση του λόγου του Χότζα, όντως το 1979 το αλβανικό συγκρότημα απαρτιζόταν από 85 μέλη ενώ, αντιστοίχως, το ελληνικό από 50 μέλη.
Την 6η Απριλίου 1995, μετά από 18 ολόκληρα χρόνια, το συγκρότημα της Μαρινέλλας περιόδευσε ξανά στην Κορυτσά, Δυρράχιο και Αργυρόκαστρο, και ο τύπος επιδαψίλευσε μεγάλα δημοσιογραφικά αφιερώματα με πηχυαίους τίτλους και θετικά σχόλια, αποκαλώντας τη «θεά του ελληνικού τραγουδιού», «μεγάλη Ελληνίδα τραγουδίστρια» και «φίλη του αλβανικού λαού». Ο τύπος ανέφερε επίσης ότι το 1977 η Μαρινέλλα ήταν η πρώτη ξένη τραγουδίστρια που κατόρθωσε να μιλήσει «κατευθείαν στην καρδιά των Αλβανών, αλλά και να δημιουργήσει σχέσεις με το κοινό, παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν τότε». Οι εφημερίδες τόνιζαν ότι η έλευση της Μαρινέλλας στην Αλβανία περιποεί τιμή για τη χώρα. «Αυτή είναι η μαγεία της Μαρινέλλας, μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας που αγγίζει, ενθουσιάζει και συγκινεί τα πλήθη», έγραφαν οι εφημερίδες. Ο τύπος επισήμανε ότι η περιοδεία και οι συναυλίες της Μαρινέλλας το 1977 είχαν αφήσει στην Αλβανία ανεξίτηλο αποτύπωμα. Πολλά μωρά που γεννήθηκαν τότε, πήραν το όνομά της, ενώ οι κασέτες με τα τραγούδια της κυκλοφορούσαν παντού, καθιστώντας την ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την Αλβανία. Η εφημερίδα “Zëri i Popoullit” την αποκαλούσε «πραγματικό εκπρόσωπο της μακραίωνης κατανόησης μεταξύ των δύο λαών που πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για τους πολιτικούς μας, οι οποίοι οφείλουν να εμπεδώσουν το δίδαγμα της Ελληνίδας τραγουδίστριας κατασκευάζοντας γέφυρες συνεργασίας και να μην υψώνουν τείχη απομόνωσης».