Ενθυμούμενος ο τ. Βασιλιάς Κωνσταντίνος αναφέρει…
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ
Ο θάνατος του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου μού θύμισε τη διαβόητη «μυστική συμφωνία» Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας για τον διαμελισμό της Αλβανίας.
Το 1948 οι «αδελφικές» σχέσεις Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας κατέρρευσαν ύστερα από υπόδειξη της Μόσχας, εξ αιτίας της μεγαλομανούς, αμετροεπούς (και ανταρτικής) συμπεριφοράς του Τίτο, ο οποίος φιλοδοξούσε τη συγκρότηση μιας βαλκανικής συνομοσπονδίας, στο κέντρο της οποίας θα ήταν, φυσικά, το Βελιγράδι. Η αντικείμενη προς τους σχεδιασμούς της Μόσχας και φιλόδοξη επιδίωξη του Τίτο και η γενικότερη κεντρόφυγη πολιτική του Βελιγραδίου προκάλεσε το μένος του Στάλιν, ο οποίος χαρακτήρισε τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη αποστάτη και πράκτορα του ιμπεριαλισμού. Η καταδίκη του Τίτο από το σύνολο των ανατολικών χωρών ανάγκασε τη Γιουγκοσλαβία να έρθει πιο κοντά στη Δύση. Τον Φεβρουάριο του 1953 Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία υπέγραψαν το διαβόητο Βαλκανικό Στρατιωτικό Σύμφωνο, το οποίο προκαλούσε πολλά ερωτηματικά στη Μόσχα και τα Τίρανα, αλλά στην ουσία απεδείχθη ένα στρατιωτικό κατάλοιπο μίας στείρας, θνησιγενούς και ασυνταίριαστης πολιτικής των τριών χωρών. Παρότι τον Ιούλιο του 1953, οι τρείς υπουργοί των Εξωτερικών του Βαλκανικού Συμφώνου σε κοινό ανακοινωθέν επιβεβαίωναν τη φιλική πρόθεση των χωρών τους έναντι των γειτόνων και, ειδικότερα, συμφωνούσαν ότι η ανεξαρτησία της Αλβανίας θα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για την ειρήνη και την σταθερότητα των Βαλκανίων, η Αλβανία εξέφραζε για μεγάλο χρονικό διάστημα φόβους από την ύπαρξή του.[1]
Στις αρχές Ιουνίου 1954, σε μία κίνηση αντιπερισπασμού προς τη Μόσχα και, με την επιθυμία να επιδείξει τις προθέσεις του ως ανεξάρτητου και αδέσμευτου ηγέτη στα Βαλκάνια, ο Τίτο επισκέφτηκε την Αθήνα «εν μέσω φιλικής ατμόσφαιρας και θερμών εκκλήσεων»[2]. Σύμφωνα με την γιουγκοσλαβική εκδοχή, κατά την περιήγησή του στην Κέρκυρα, ο βασιλιάς Παύλος (πατέρας του εκλιπόντος πλέον βασιλιά τέως Κωνσταντίνου) φέρεται να του πρότεινε το διαμοιρασμό της Αλβανίας. Ο Τίτο δεν αντέδρασε. Η «ιδιωτική συζήτηση» διέρρευσε από τους ίδιους τους Γιουγκοσλάβους και περιήλθε στη γνώση των Σοβιετικών οι οποίοι, τρία χρόνια αργότερα, το 1957, την εξέθεσαν ενώπιον του Χότζα και του Γιουγκοσλάβου πρέσβη στη Μόσχα, Μιτσούνοβιτς[3].
Την 24η Ιουλίου 1956 ο Τίτο επισκέφθηκε ξανά την Ελλάδα και έγινε δεκτός με φρενήρεις επευφημίες από τον ελληνικό λαό. Συνοδευόμενος από τον Βασιλιά Παύλο επισκέφθηκε την Κέρκυρα φιλοξενούμενος στο Βασιλικό Ανακτόρο του Μον Ρεπό όπου είχε συνομιλίες και με τον πρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο ίδιος ο Κωσταντίνος δίνει τη δική του εκδοχή για την επίμαχη συζήτηση. Εκ παραδρομής, αναφέρει ότι η συζήτηση των δύο αντρών έγινε στο Βελιγράδι και η προτροπή ήταν του ιδίου του Τίτου. Η Παύλος σε μια κίνηση υπεκφυγής αρνήθηκε να συζητήσει το αλβανικό, παραπέμποντας τον Τίτο στην ελληνική κυβέρνηση. Όπως και να έχει, η αλβανική προπαγάνδα εκμεταλλεύθηκε για πολλά χρόνια την διακινούμενη φήμη (ήταν μια ιδιωτική συζήτηση, στην ουσία) εμφανίζοντας τις δύο χώρες επιθετικές προς την Αλβανία και ταραξίες της ειρήνης στη Βαλκανική. Ύστερα από το συνάντηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στο Παρίσι (1946) με τον Εντουάρντ Κάρντελ (Edvard Kardelj), το περιεχόμενο της οποίας διαστρεβλώθηκε επίσης η συνάντηση Τίτο Βασιλιά Παύλου αποτελούσε προπαγανδιστικό υλικό εναντίον του Τίτο από τα Τίρανα και τη Μόσχα.
Βιβλιογραφία: Ντάγιος Σταύρος Γ., Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας
Οι διμερείς σχέσεις και η εθνική ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου 1945-1991, Θεσσαλονίκη: Literatus 2015.
[1] Ελευθερία, 12-7-1953.
[2] Το Βήμα, 2-6-1954.
[3] Ενβέρ Χότζα, Χρουστσιοφικοί, Λειψία, Αθήνα 1985, σ. 238.