Τον Μάρτιο του 1978, κατά την επίσκεψή του στη Γράψη της Δρόπολης, -η οποία έμελλε να αποτελέσει το έναυσμα της κρυφής ανάστασης του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, όχι επειδή το επέτρεψε το κομμουνιστικό καθεστώς (αυτό επέτρεψε, εξαναγκασμένο από τις διεθνείς εξελίξεις, μόνο γλωσσικές ασήμαντες διευκολύνσεις)- ο δικτάτορας κομμουνιστής Ενβέρ Χότζα, κατά την αποστροφή του λόγου του, ύμνησε τη συνδρομή των δροπολιτισσών γυναικών, οι οποίες, κατά το παρελθόν, ελλείψει των μεταναστών ανδρών τους, διαπληκτίζονταν με τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι καταστρατηγούσαν κάθε έννοια κοινωνικού δικαίου, ενώ τώρα, στενά συναδελφωμένες με το κομμουνιστικό καθεστώς, έχτιζαν μαζί με τις αλβανίδες αδελφές τους μία νέα ζωή και παρήγαγαν νέα κομμουνιστικά ήθη. Για όλα αυτά εμείς, τόνισε ο Χότζα, οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο, δηλαδή να υποκλιθούμε ενώπιόν τους ευλαβικώς.
Η πλειοψηφία του πολυπληθούς ακροατηρίου, υπό ραγδαία βροχή, επευφημούσε τη «φιλοφρονητική αρετή» και την υμνητική παρόρμηση του δικτάτορα για την ελληνίδα γυναίκα της Δρόπολης, αλλά οι γνωρίζοντες την πραγματική διάσταση του παραπειστικού του λόγου εκλάμβαναν με σκωπτικό μειδίαμα την εκφορά του. Γιατί ο Ενβέρ Χότζα και το κομμουνιστικό καθεστώς έτρεφε ασίγαστο μίσος κατά των βορειοηπειρωτισσών μανάδων, επειδή αυτές δεν είχαν διαπληκτιστεί μόνο με τους γαιοκτήμονες του παρελθόντος, αλλά εξακολουθούσαν να εναντιώνονται και στους κόκκινους φεουδάρχες της κομμουνιστικής δικτατορίας, ανθιστάμενες στην ανθελληνική πολιτική που εφάρμοζαν, πρωτοστατώντας στους αγώνες για κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων.
Ποια ήταν η θέση και η εθνική συνεισφορά των Βορειοηπειρωτισσών αμέσως μετά την Κατοχή;
Μαζί με επιφανείς άνδρες της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, κατέχοντες δημόσιο λόγο, οι οποίοι επηρέαζαν τα πλήθη στις πολιτικές τους επιλογές, μαζί με πρώην εμπόρους, ελληνοδιδάσκαλους, ιερείς, οι βορειοηπειρώτισσες γυναίκες, οι σύζυγοι των οποίων είχαν μεταναστεύσει προπολεμικά ή εξακολουθούσαν να αυτομολούν στην Ελλάδα, κατηγορήθηκαν, κυρίως, για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, και μερικές εξ αυτών βιάστηκαν από τους άντρες της αλβανικής ασφάλειας. Όσες επέζησαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης ή πέθαναν υπό το κράτος της βαθιάς κατάθλιψης, των τύψεων και της «ενοχής». Χιλιάδες νοικοκυριά καταστράφηκαν και περιήλθαν στην κυριότητα του ληστρικού αλβανικού κράτους που ύφερπε επικίνδυνα και βιαίως.
Το καλοκαίρι του 1945 η κομμουνιστική κυβέρνηση των Τιράνων συνήξε το πόρισμα ότι η εθνική πολιτική της για την ελληνική μειονότητα είχε αποτύχει, καθώς η κατάστασή της έβαινε κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη· σημείωνε ότι το δόλωμα και η ακατάσχετη υποσχετική πλειοδοσία της ένωσης αδελφοποίησης είχε αποδειχτεί ανεπαρκής και ψευδής. Στην πολιτική αυτή αντιδρούσε μεγάλο μέρος της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, αλλά πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι γυναίκες, καθώς ήταν δύσκολο να ασκηθεί εις βάρος τους ωμή και μαζική βία σε δημόσιους χώρους.
Δύο χρόνια αργότερα, στα μέσα του 1947, η είδηση ότι η Διερευνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη μεθοριακή ένταση μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Αλβανίας, θα περιόδευε στις ελληνόφωνες περιοχές του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα αναβίωσε την ελπίδα για νέα προσέγγιση και επίλυση του βορειοηπειρωτικού, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για αυτοδιάθεση και ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Διακινήθηκαν φήμες ότι η Επιτροπή μετέβαινε για την οριστική μεθοριακή κατανομή της Νότιας Αλβανίας. Στη Δρόπολη, στα Ριζά και στο Λιμπόχοβο παρατηρήθηκαν αποσχιστικές κινήσεις, ενώ στην Κορυτσά και στο Λεσκοβίκι πρωταγωνιστούσαν γυναίκες, οι οποίες προτίθεντο να παραταχθούν ενώπιον της επιτροπής και να εκδηλώσουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την εθνική και οικονομική πολιτική του αλβανικού κράτους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1949, στο Χλωμό και στη Σωπική του Πωγωνίου, δύο χωριά με ακατάβλητο το εθνικό φρόνημα, ο τοπικός πληθυσμός οργανώθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την ασκούμενη τρομοκρατία εις βάρος του ελληνικού στοιχείου και ζήτησε η περιοχή να ενωθεί με την Ελλάδα. Την τελευταία στιγμή η κρατική ασφάλεια διέβρωσε τη συνοχή του κινήματος και φυλάκισε τους διοργανωτές, μεταξύ των οποίων και γυναίκες.
Την 1η Ιουλίου του 1946 άρχισε σε δημόσια ακρόαση η πολύκροτη δίκη των 19 ελλήνων βορειοηπειρωτών στο στρατοδικείο της περιφέρειας Αργυροκάστρου, οι οποίοι κατηγορούντο για «κατασκοπεία εις βάρος της Αλβανίας και έσχατη προδοσία, για εχθρικές ενέργειες κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της λαϊκής εξουσίας».
Κατά την δίκη, η οποία προκαλούσε ευρύτερους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς, παρ’ όλο τον ασφυκτικό εξαναγκασμό και τους εθνικούς διωγμούς, θεωρώντας τους έλληνες βορειοηπειρώτες εθνικόφρονες «πολιτικά εξαμβλώματα» που μίαιναν την κομμουνιστική κοινωνία, 40 γυναίκες από τη Δρόπολη οι οποίες παρακολουθούσαν τη διαδικασία, αντέδρασαν σθεναρά υπέρ της αθωότητας των κατηγορουμένων και, κατά την επίσκεψη του σοβιετικού προξένου στο Αργυρόκαστρο, κλιμάκιο Βορειοηπειρωτών, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, διαμαρτυρήθηκαν για τη μεταχείριση των κρατουμένων και ζήτησαν την μεσιτεία του για την άμεση αποφυλάκισή τους.
Την ίδια περίοδο, όταν συνελήφθη το ηγετικό στέλεχος της ελληνικής μειονότητας στη Λεσνίτσα, Χαράλαμπος Παπάς (ο οποίος εξοντώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες), σύμπασα η μικρή κοινωνία του χωριού, πρωτοστατούντων των γυναικών, συλλυπήθηκαν την οικογένεια στο σαρανταλείτουργο κι εξέφρασαν τη δημόσια αντίθεσή τους για τη βίαιη προσαγωγή του στα κρατητήρια. Όταν οι κομμουνιστικές αρχές παρατήρησαν ότι υπήρχε έντονη αντίδραση από την κοινωνία, μετέτρεψαν τις δημόσιες ακροάσεις σε συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών.
Οι διαμαρτυρίες των Βορειοηπειρωτισσών, τόσο πολιτικού όσο και οικονομικού χαρακτήρα, συνεχίστηκαν.
Την 31η Δεκεμβρίου του 1949 με εντολή των τοπικών αρχών Αργυροκάστρου εστάλησαν στα λιβάδια των Ριζών 200 πρόβατα του γεωργικού συνεταιρισμού για διαχείμαση, εις βάρος των οικογενειακών οικοκυριών. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε προκλητική, αφού τα λιβάδια της περιοχής δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό ζωντανών, πυροδοτώντας τη μαζική αντίδραση του χωριού της Γλύνας και των Ριζών με πρωτεργάτες και πάλι γυναίκες, οι οποίες αντιπαρατάχθηκαν σύσσωμα μπροστά στις δυνάμεις της ασφάλειας, διαμαρτυρόμενες και απωθώντας με θάρρος τα φερόμενα ζωντανά.
Οι βίαιες αντεγκλήσεις και οι συγκρούσεις με τους άντρες της αστυνομίας και τον στρατό στη Γλύνα προσέλαβαν πολιτικές διαστάσεις, υπό την αιγίδα των Θεοδωρή Κυρίτση και Κώτσο Πάσκου. Βραδύτερα κατέφτασαν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις, για να καταστείλουν την εξέγερση· συνέλαβαν όλους τους άντρες του χωριού, εξόρισαν έξι οικογένειες και, αφού επιχειρήθηκε κάποια διαφοροποίηση, κρατήθηκαν οι κύριοι υποκινητές, συνολικά 13 άτομα μεταξύ των οποίων και γυναίκες, οι οποίες θεωρήθηκαν οι βασικές υποκινήτριες της αντίδρασης.
Στη Γλύνα, ιδίως, οι εξεγερθέντες διαμαρτυρήθηκαν κατά της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, της καταπάτησης του αισθήματος δικαίου και των κρατικών θεσπισμάτων που αφορούσαν τους ληστρικούς φόρους και της πολιτικής του καθεστώτος για τη συλλογή των σιτηρών. Οι γυναίκες άρθρωσαν πολιτικό λόγο και κατηγόρησαν τη στυγνή συμπεριφορά του ίδιου του Ενβέρ Χότζα. Με τις εξαγριωμένες γυναίκες συσσωματώθηκαν και οι κομμουνιστές της περιοχής και αυτό προκαλούσε ανησυχία. Η Γλύνα, αναφερόταν στη σχετική έκθεση των τοπικών κομμουνιστικών αρχών, ανέκαθεν υπήρξε προπύργιο της ελληνικής αντίδρασης· οι κάτοικοι της περιοχής ζητούσαν επίμονα την ένωση με την Ελλάδα. Τα όμορα χωριά δεν καταδίκασαν τη στασίαση και αυτό μπορούσε να ερμηνευθεί ως στάση σιωπηρής αλληλεγγύης.
Την 8η Ιανουαρίου του 1950 το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας εξέτασε αποκλειστικά την κατάσταση στην ελληνική μειονότητα, με αφορμή τις ταραχές της Γλύνας. Στα τελικά πορίσματα αναφερόταν ότι η αντιμετώπιση των γυναικείων κινητοποιήσεων ήταν μεν δύσκολη, αλλά ουδαμώς τα όργανα της τάξης μπορούσαν να αφήσουν ατιμώρητες τις ταραξίες γυναίκες, οι οποίες μισούσαν θανάσιμα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας και το κομμουνιστικό της καθεστώς. Καταδικάστηκαν οι αθρόες προσαγωγές και ο αυταρχισμός των δυνάμεων καταστολής, καθώς θεωρήθηκε υπερβολική η σύλληψη 29 ανδρών.
Πονοκέφαλο συνιστούσαν οι αυτομολήσεις γυναικών, κυρίως όσων είχαν συζύγους και παιδιά στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν διακριτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα καλούσε τους δημοσιογράφους του να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια». Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα αποδράσεων, το οποίο συνέχισε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.
Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Βορειοηπειρωτισσών είχαν αποχωριστεί τους οικείους τους (συζύγους, παιδιά και κόρες) στο εξωτερικό και ζούσαν έναν δαρβινικό κοινωνικό εφιάλτη κάτω από την απηνή συγκράτηση του κομμουνιστικού κράτους για τον επιούσιο άφηνε προκλητικά αδιάφορους τους παρασιτικούς τιτλούχους του αλβανικού καθεστώτος.
Από το Πωγώνι, π.χ. μόνο τον Γενάρη του 1949 είχαν αποδράσει 15 άτομα και η συρροή έβαινε κλιμακούμενη, μεταξύ των οποίων και 9 γυναίκες από το Χλωμό, 2 κομμουνιστές από το Σελλειό και μία γυναίκα από τη Γράψη. Υπήρχαν και οργανωμένες αποδράσεις γυναικών. Οι οικογένειες των δραπετών κηρύσσονταν εχθρικές προς το καθεστώς και εκτοπίζονταν στην ενδοχώρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ήμισυ των πολιτικών εγκλείστων στην Αλβανία κατηγορούντο για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα.
Η αντίδραση των βορειοηπειρωτισσών γυναικών προκάλεσε το μένος του καθεστώτος.
Από το 1949 η αλβανική ασφάλεια αποφάσισε με υπερβολική επίδειξη τραχύτητας και ωμότητας να αντιδράσει ανοιχτά και χωρίς να τηρεί τους τύπους προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, μη διστάζοντας να συλλάβει, να εξαφανίσει, να φυλακίσει και να εξορίσει γυναίκες από τη Βόρειο Ήπειρο, μάλιστα υπέργηρους και έγκυες.
Το καλοκαίρι του 1945 επίλεκτοι άντρες της πολιτοφυλακής συνέλαβαν την έγκυο νεαρή γυναίκα Αγγελική Πύλιου από το Λαζάτι, η οποία στη συνέχεια γέννησε στη φυλακή. Η αλβανική ασφάλεια κράτησε περιορισμένη τη μητέρα, υποβαλλομένη σε κτηνώδη βασανιστήρια και συνθήκες σκληρής κράτησης, θανάτωσε την εξάμηνη κόρη της, αφού πρώτα την είχε φυγαδεύσει σε ορφανοτροφείο στη Σκόδρα.
Την 7η Μαΐου του 1949, οι άνδρες της αλβανικής ασφάλειας συνέλαβαν την Ουρανία Σιλίρα από την Σοπική Πωγωνίου, η οποία κρατήθηκε προφυλακισμένη για 6 μήνες υπό το κράτος των βασανιστηρίων. Σε δίκη σε δημόσια συνεδρίαση, τον Οκτώβριο του 1949, η Ουρανία Σιλίρα 57 ετών, αναλφάβητη, μητέρα 13 παιδιών, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας (!), για παροχή απόρρητων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών πληροφοριών, για κατά συρροή παράνομη διέλευση των συνόρων, για υποκίνηση μαζικών αυτομολιών Βορειοηπειρωτών, για παροχή ασύλου και διευκολύνσεων μελών του βορειοηπειρωτικού συλλόγου Ιωαννίνων κ.λπ. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η Ουρανία Σιλίρα και κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέσχισε παράνομα τη μεθόριο, διενεργούσε παραεμπόριο και παρείχε απόρρητες πληροφορίες ευαίσθητου χαρακτήρα στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ στη συνέχεια, με την πρόφαση της διενέργειας λαθρεμπορίου, διατηρούσε επαφές με αντιδραστικούς κύκλους των Ιωαννίνων, εγκληματίες και πολιτικούς πρόσφυγες, όπως τον Λάμπη Σιλίρα κ.ά. Η άπορη και αναλφάβητη γυναίκα, μητέρα 13 παιδιών, καταδικάστηκε σε 15ετή ειρκτή.
Την ίδιο περίοδο, τον Αυγούστου του 1949, η ασφάλεια των Αγίων Σαράντα συνέλαβε με εμφανή επίδειξη βίας την 70χρονη υπέργηρη γυναίκα Γιαννούλα Καραγιάννη, αναλφάβητη και αυτή, από τη Δίβρη των Ριζών Δελβίνου, η οποία κρατήθηκε επίσης 7 μήνες προφυλακισμένη και υποκείμενη σε διάφορες κακοποιήσεις, ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες. Η Καραγιάννη κατηγορήθηκε ότι υποκίνησε τους ανήλικους Κώστα Ντάλα και Σταύρο Καΐση, διαμηνύοντάς τους ότι μόνο στην Ελλάδα θα γίνουν άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και της προανάκρισης η 70χρονη ηλικιωμένη χαρακτηρίστηκε δόλια, πανούργα και άκρως επικίνδυνη (!).
Τον Μάρτιο του 1955 συνελήφθη η Σάνα Τσίπα από το Χλωμό Πωγωνίου, 35 ετών, η οποία έναν χρόνο πριν είχε αποπειραθεί να διαφύγει από τη χώρα και συνελήφθη επ’ αυτοφόρω, αναλφάβητη. Κατηγορήθηκε για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, για λαθρεμπόριο χρυσού και παραεμπόριο. Το 1944, με την άμεση συνδρομή της, είχε δραπετεύσει ο γιος της Αλέκος Τσίπας, ο οποίος ζούσε στην Αμερική. Κατά τη σύλληψη της, οι δυνάμεις ασφαλείας τής κατάσχεσαν και δύο χρυσές λίρες. Το παραεμπόριο αφορούσε την πώληση παρανόμως ενός όνου!
Τον Ιούνιο του 1955 συνελήφθη η Φρόσω Μπάσιο από τη Σωτήρα, 70 ετών και μετά από 4 μήνες κράτησης της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, εμπλέκοντας και την κόρη της Ελένη Μπέλου, η οποία διέσχιζε τα σύνορα με διάφορες αποστολές. Η Φρόσω αποπειράθηκε να διαφύγει στην Ελλάδα ως ενδιάμεσο σταθμό και από εκεί στην Τουρκία, όπου ζούσε η κόρη της από τον πρώτο της γάμο.
Η γυναικεία αντίδραση των Βορειοηπειρωτισσών εντασσόταν στη γενικότερη υφέρπουσα αντίσταση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού, στην υποκαίουσα αγάπη για το έθνος, αλλά αφορούσε πρωτίστως το προσωπικό τους δράμα για επιβίωση σε συνθήκες αποχωρισμού από τους συζύγους και τα παιδιά τους. Από την άλλη, μία μεγάλη κατηγορία αλβανών κομματικών τιτλούχων, κυβερνητικών παραγόντων και διανοούμενων, κυρίως ασφαλιτών, θεωρούσαν την αντίδραση αυτή ενοχλητική και προκλητική. Η γενικότερη ολέθρια πολιτική της αποκοπής και της απομόνωσης της ελληνικής εθνικής μειονότητας από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό και η αντιμετώπισή της από το αλβανικό κράτος ως μία αυθύπαρκτη και αυτοφυής κοινότητα, στοχεύοντας στην υποβόσκουσα φαλκίδευση της ιστορικής παρουσίας και της πολιτισμικής δημιουργίας των Ελλήνων της περιοχής, την απέτρεπε από κάθε εθνολογική αξίωση και εθνική ολοκλήρωση και τη διατηρούσε σε διαρκή παρακμή και σε αργό θάνατο.
Η γονιμοποίηση του πνευματικού εθνισμού και του ελληνισμού, -που επιχείρησε να επιβάλλει ανεπιτυχώς το κομμουνιστικό καθεστώς ως κυριαρχούσα πολιτική εφαρμογή – ο οποίος είχε ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, με καθαρά ιδεολογικό μπολσεβικικό περιεχόμενο, έμοιαζε ευτράπελη. Η έντονη συνθηματολογία για την υπεροχή της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της σοσιαλιστικής ευμάρειας ήταν ξένη προς την οικογενειοκρατία και τα προαιώνια ηθικά και πνευματικά χαρίσματα των Ελλήνων, τα οποία κοινωνούσαν κυρίως οι βορειοηπειρώτισσες μάνες. Παρ’ όλη τη συστηματική προσπάθεια διάβρωσης της ενότητάς της, της συνειδησιακής αλβανοποίησης, του ηθικού εξανδραποδισμού και της επιβολής πολιτικής δουλείας, η συλλογική αλληλεγγύη της πυρηνικής βορειοηπειρωτικής οικογένειας παρέμεινε ακλόνητη, ο βορειοηπειρωτικός εθνισμός και πολιτισμός ανεμβολίαστος και η διαφορά με τον αλβανικό εθνισμό υπήρξε ορατή έως το τέλος.
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ