Δρ. Σταύρου Γ. ΝΤΑΓΙΟΥ1

Ο Νικίτα Χρουστσόφ (1894-1971) υπήρξε ο πρώτος ηγέτης ξένης χώρας που επισκέφτηκε την Αλβανία, στα τέλη Μαΐου 1959, ύστερα από επανειλημμένες προσκλήσεις της αλβανικής ηγεσίας τις οποίες όμως το Κρεμλίνο απέρριπτε απαξιωτικά. Ο Στάλιν είχε εναποθέσει την Αλβανία στην επικυριαρχία του Τίτου, ως υποδορυφόρο του, ενώ μετά τη ρήξη Μόσχας Βελιγραδίου και, κατ’ επέκταση, Βελιγραδίου Τιράνων (άνοιξη 1948) η θέση της Αλβανίας αναβαθμίστηκε, κυρίως λόγω του ελληνικού ζητήματος και της άμεσης αλβανικής εμπλοκής στον εμφύλιο, αλλά και της γεωγραφικής της θέσης ως προχωρημένο φυλάκιο της Μόσχας στην Μεσόγειο και την Αδριατική. Η Ελλάδα αποτελούσε ανέκαθεν το προαιώνιο τσαρικό όνειρο για έξοδο στη Μεσόγειο.

2_Khrushchev_baptistery

Όμως η λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου (1949) και ο θάνατος του Στάλιν (Μάρτιος 1953) αλλάζαν πολλά στοιχεία στις γεωπολιτικές επιλογές της Μόσχας. Η Ευρώπη εισήλθε αδόκητα σε μια τροχιά μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας, οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις υποχώρησαν, τα δυο πολιτικά συγκροτήματα βίωναν περίοδο ύφεσης. Κατά την επικράτηση του Χρουστσόφ σε όλο το ανατολικό οικοδόμημα επετεύχθησαν πραγματικές μεταρρυθμίσεις, η πολιτική καταστολή μετριάστηκε, το ίδιο και η πολιτική τρομοκρατία, αλλά, σε κάθε περίπτωση, διατηρήθηκε η φύτρα, οι δομές και οι περιβόητες μυστικές υπηρεσίες τις οποίες βρήκε έτοιμες ο Μπρέζνιεφ. Το 1956, η Σοβιετική Ένωση άλλαζε την εξωτερική της πολιτική: η ειρηνική συνύπαρξη αποτελούσε το κύριο στοιχείο του δόγματος Χρουστσόφ στις διεθνείς σχέσεις.

Ο Χρουστσόφ επιδίωξε μια συμβιβαστική προσέγγιση και με τον Τίτο, αλλά αυτή υπήρξε προβληματική και θνησιγενής λόγω της αδέσμευτης πολιτικής που υιοθετούσε ο αμετροεπής ηγέτης του Βελιγραδίου και των φιλοδοξιών του να διαδραματίσει διεθνή και ανεξάρτητο ρόλο. Εν τούτοις, η αντιτιτοϊκή αιχμή εγκαταλείφθηκε και ο Χότζα, ως άσπονδος εχθρός του, βρέθηκε ξανά υποβαθμισμένος και σε δυσμενή θέση. Αναφορικά με την Ελλάδα, ο σοβιετικός ηγέτης σε αποκλειστική συνέντευξη προς Το Βήμα της 4ης Μάιου 1958 επιδίωκε καλές σχέσεις, αλλά δεν παρέλειπε να τονίσει ότι η εγκατάσταση πυραυλικών βάσεων στην Ελλάδα θα επέσυρε ατομικά πλήγματα ανταπόδοσης με τραγικές συνέπειες.

O Χρουστσόφ επισκέφτηκε πολλές περιοχές της Αλβανίας, (25 Μαΐου – 4 Ιουνίου 1959) μεταξύ των οποίων και την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τους αρχαιολογικούς χώρους του αρχαίου Βουθρωτού και τους Αγίους Σαράντα. Την δεύτερη κιόλας μέρα της επίσκεψης στην Αλβανία, σε παλλαϊκή συγκέντρωση στα Τίρανα έδωσε το στίγμα της σοβιετικής πολιτικής για την περιοχή και κήρυξε το δόγμα των «αποπυραυλωμένων Βαλκανίων». Τόνισε ότι η Ιταλία είχε συμφωνήσει να επιτρέψει την εγκατάσταση επί των εδαφών της βάσεων πυραύλων «στρεφομένων εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων σοσιαλιστικών χωρών, περιλαμβανομένης και της Αλβανίας». Πρόσθεσε επίσης ότι και η Ελλάδα, η οποία συνορεύει με την Αλβανία, εμφανιζόταν διατεθειμένη να υιοθετήσει την ίδια πολιτική.

Ο Χρουστσόφ επανέλαβε ότι η Σοβιετική Ένωση επιθυμούσε την ειρήνη τόσο στα Βαλκάνια όσο και σε άλλες περιοχές της υφηλίου αλλά δεν παρέλειψε να μνημονεύσει την «ακατάβλητη ισχύ τού σοσιαλιστικού στρατοπέδου», οι δυνάμεις του οποίου αυξάνονταν καθημερινώς. Τα εξοπλιστικά συστήματα των σοσιαλιστικών χωρών βρίσκονταν σε υψηλότερο και περισσότερο εκσυγχρονισμένο επίπεδο από όσο στις δυτικές χώρες.

Ενώ από την Κορυτσά ο Χρουστσόφ απείλησε άμεσα την Ελλάδα με πυρηνικά αντίποινα. Δημοσίως, ο Χρουστσόφ δήλωσε ότι όποιος θα επιχειρήσει να εισβάλει στα σύνορα της Αλβανίας θα έχει να αντιμετωπίσει τη συνολική στρατιωτική ισχύ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και ότι κάθε ιμπεριαλιστική παραβίαση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Αλβανίας αναπόφευκτα θα αποβεί σε απόλυτη αποτυχία. Δεδομένης της διάθεσης σύγχρονων στρατιωτικών εξοπλιστικών συστημάτων, η Σοβιετική Ένωση ήταν σε θέση να υποστηρίξει την Αλβανία με επαρκείς αμυντικούς εξοπλισμούς, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί η αποστολή συμβατικών στρατευμάτων απευθείας στο αλβανικό έδαφος, σύμφωνα με το σοβιετικό σκεπτικό. Το συμπέρασμα ήταν σαφές: ενώ το Κρεμλίνο αναγνώριζε τη δυσκολία στην αποστολή επαρκών συμβατικών δυνάμεων στην Αλβανία, χωρίς πρώτα να παραβιάζει τη γιουγκοσλαβική ή την ελληνική ουδετερότητα, απειλούσε την επέκταση της σύγκρουσης σε παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Χρουστσόφ τόνιζε ότι η Αλβανία είναι αναγκασμένη να εγκαταστήσει ατομικά όπλα, εφόσον Ιταλία, Ελλάδα και Τουρκία προτίθενται να υποδεχτούνε ατομικές βάσεις στο έδαφός τους. Η Αλβανία θεωρήθηκε κατάλληλη για εγκατάσταση ατομικών όπλων πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς για να πλήξουν την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Η αποστολή του Χρουστσόφ στην Αλβανία σχετιζόταν επίσης με τους φόβους για αναβίωση του Βαλκανικού Συμφώνου, την επίδειξη ατομικής ισχύος στη Μεσόγειο, την ανασκόπηση των σχέσεων του ανατολικού μπλοκ στη σκιά της αποστασίας του Τίτου και την ενίσχυση του μόνου οχυρού της Σοβιετικής Ένωσης προς την στρατηγική Μεσόγειο υπό το φως των μακροπρόθεσμων στρατιωτικών επιδιώξεών της στην περιοχή· ασφαλώς δεν ήταν γνωστές ακόμα οι εσωτερικές έριδες και η ρήξη με την Κίνα και την ίδια την Αλβανία και το ανατολικό στερέωμα εμφανιζόταν αρραγές.

Ο Βορειοηπειρωτικός ελληνισμός και η αλβανική αντίδραση

Κατά την επίσκεψή του στις ελληνόφωνες περιοχές της Βορείου Ηπείρου, σύμφωνα με το ημερολόγιό του, ο Χρουστσόφ διαπίστωνε ότι η πολιτιστική ανωτερότητα, αλλά και η εθνική ιδιαιτερότητα του πληθυσμού της περιοχής αυτής ήταν καταφανέστατη, αφού ο πληθυσμός, στη συντριπτική του πλειοψηφία, αποτελείτο από Έλληνες. Σε αντίθεση με τη βόρεια Αλβανία, οι νότιες περιοχές, χάρη στο ελληνικό στοιχείο, παρουσίαζαν υπέρτερη πολιτιστική εικόνα, στοιχείο ιδιάζον και ξεχωριστό από την υπόλοιπη χώρα. Αυτήν την πολιτιστική υπεροχή όμως των Ελλήνων του νότου, οι Αλβανοί φαίνεται, ότι όχι μόνον δεν προνόησαν να αξιοποιήσουν, αλλά, όπως αντελήφθη, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την υποβαθμίσουν. Άλλωστε, ο ηγέτης του Κρεμλίνου πίστευε ότι η Αλβανοί ήταν «χαραμοφάηδες» και διαρκώς ζητούσαν χρήματα. Όταν επισκέφθηκε τους Αγίους Σαράντα, ένα πανέμορφο λιμάνι στην Αδριατική, τον υποδέχθηκαν «ενθουσιώδη ελληνικά πλήθη», ζητωκραυγάζοντα διαρκώς στην ελληνική γλώσσα. Δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα καθαρά ελληνική και μόνο οι άγριες φυσιογνωμίες των αστυνομικών και των αλβανών επίσημων θύμιζαν την αλβανική κρατική παρουσία. Ο Χρουστσόφ εξέφρασε την έκπληξη και τον θαυμασμό του ενώπιο του Ενβέρ Χότζα, για την εντυπωσιακή παρουσία των Ελλήνων, ο οποίος, εμφανώς ενοχλημένος, προσπάθησε να τον πείσει ότι πρόκειται για εξελληνισμένους γλωσσικά Αλβανούς. Στην Κορυτσά, συνέχισε ο Χρουστσόφ, Αλβανοί και Έλληνες εργάζονταν αδελφωμένοι. Ένα χρόνο αργότερα σε επικοινωνία με το Σοφ. Βενιζέλο και τις ασαφείς επιθυμίες του για το Βορειοηπειρωτικό, ο Χρουστσόφ υποσχέθηκε να μεταφέρει τα ελληνικά παράπονα ενώπιο της αλβανικής ηγεσίας.

Η ελληνική αντίδραση

Η Ελλάδα απέκρουσε άμεσα την σοβιετική πρόταση για απύραυλη βαλκανική ως ατελέσφορη για την κατοχύρωση της ασφάλειας και δήλωσε ότι οι πυραυλικές βάσεις στην Ελλάδα θα τελούν υπό τον υπεύθυνο έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης. Η θέση της Αθήνας επεδόθη σε μορφή μνημονίου στη σοβιετική κυβέρνηση μέσω της πρεσβείας της στην Αθήνα.

Σε ρητορικό επίπεδο η απάντηση των Αθηνών ήταν ρητή και σκληρή: η εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα αποσκοπούσε στην αμυντική θωράκιση της χώρας από την κομουνιστική απειλή και την βάναυση παρέμβαση των χωρών αυτών στις εσωτερικές συγκρούσεις της χώρας.

Πράγματι, η διασπορά πυρηνικών όπλων και η εγκατάσταση βάσεων πυραύλων στην Αλβανία πολλαπλασίαζε τους κινδύνους για την Ελλάδα. Η Αλβανία, μετά τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου και την παγίδευση από τη Μόσχα, εισερχόταν για μια άλλη φορά σε ένα επικίνδυνο πολιτικό και στρατιωτικό παιχνίδι με βαλκανικές διαστάσεις και αστάθμητες συνέπειες. Οι πυραυλικοί εξοπλισμοί και οι ατομικές κεφαλές στην Αλβανία ήταν, κατά μία έννοια, το αντίστοιχο των δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.  3_Khrushchev_lion_gate

Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής χαρακτήριζε εκφοβισμούς τα λεχθέντα του σοβιετικού πρωθυπουργού, διαμήνυσε ότι η Ελλάδα θα παρέμεινε ανεπηρέαστη από συστάσεις ή απειλές και, υπό οιασδήποτε συνθήκες, η νόμιμη και υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της Ελλάδος θα έπραττε σε κάθε περίπτωση εκείνο, το οποίο επιβάλλει η αξιοπρέπεια και το συμφέρον της χώρας. Τα ίδια λόγια είχε υπογραμμίσει λίγες μέρες πριν και ο υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας. Ενώ το State Department θεώρησε ατόπημα την ενέργεια του Χρουστσόφ να απειλήσει την Ελλάδα από την Κορυτσά, μια πόλη που είχε συνδεθεί με την ελληνική εποποιία του 1940 και διέγειρε τα εθνικά και αγωνιστικά αντανακλαστικά των Ελλήνων.

Η αμερικανική αποτίμηση των εξελίξεων

Σύμφωνα με το State Department, η Αλβανία αποτελούσε ενίοτε τον αδύναμο κρίκο του ανατολικού σχηματισμού. Δεδομένων των γιουγκοσλαβικών, ελληνικών και ιταλικών επιδιώξεων προς την Αλβανία, το μέλλον της διαγραφόταν αβέβαιο: Η Αλβανία μπορούσε να χαθεί είτε από μια εξωτερική επιβουλή είτε και από μια εσωτερική στασίαση, κατά το πρότυπο της Ουγγαρίας δυο χρόνια πριν. Όμως μια απώλεια της Αλβανίας σήμαινε σοβαρό πλήγμα για τη Σοβιετική Ένωση και το κύρος του ιδίου του Χρουστσόφ. Για τους λόγους αυτούς, η επίσκεψή του στην Αλβανία προσλάμβανε ιδιαίτερη σημασία, συμβολική και ουσιαστική· αυτό φάνηκε τόσο στο επίπεδο της σοβιετικής εκπροσώπησης (πλαισιώθηκε από τον Υπουργό Αμύνης Μαλινόφσκι και τον επίσης κινέζο υπουργό Αμύνης Peng Te-Huai), τη διάρκεια, δώδεκα μέρες (αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην επίσκεψη αυτή από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου για πολλά χρόνια), την έντονη προπαγάνδα από το σοβιετικά ΜΜΕ και τη δουλική κολακεία που του επιφύλαξε η αλβανική ηγεσία, σπάνια ακόμη και στα δορυφορικά χρονικά· η αλβανική δουλοπρέπεια υπερέβη και την προσωπολατρία του ιδίου του Στάλιν. Είναι αλήθεια ότι η αλβανική κυβέρνηση έχει διαδραματίσει πάντα το ρόλο ενός πρόθυμου δορυφόρου και ενίοτε ταυτιζόταν απόλυτα και υπάκουα με την γραμμή της Μόσχας γι αυτό η Αλβανία εντάχθηκε και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Όμως, συγχρόνως, υιοθετούσε την πιο συντηρητική πολιτική και θεωρείτο σταλινότερη των Σταλινικών.

Πρόθεση, λοιπόν, του σοβιετικού ηγέτη ήταν προφανώς να επιδείξει τη σοβιετική αποφασιστικότητα για να κρατήσει την Αλβανία, παρόλες τις εσωτερικές ή εξωτερικές προσπάθειες που καταβάλλονταν για την αποσύνδεσή της από την αυτοκρατορία της Μόσχας, με όλα τα μέσα, αν και το οικονομικό βάρος από τη βοήθεια προς την Αλβανία ήταν υπολογίσιμο και κανείς δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος αν άξιζε να διακινδυνέψει έναν παγκόσμιο πόλεμο και το κύρος του Κρεμλίνου για χάρη της ανυπόληπτης Αλβανίας.

Έτσι με την επίσκεψη στην Αλβανία και τις πολεμοχαρείς δηλώσεις η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης άλλαζε, εγκαταλείποντας το δόγμα της πασιφιστικής ρητορικής και της ειρηνικής συνύπαρξης. Η κρίση με το δυτικό κόσμο διαφάνηκε καθαρά και κορυφώθηκε με τα γεγονότα της Κούβας στη συνέχεια.

Πράγματι, εν όψει της προοπτικής εγκατάστασης πυραυλικών βάσεων του ΝΑΤΟ με ατομικά αποθέματα στις γειτονικές περιοχές, Ιταλία, Ελλάδα και Τουρκία, αδύναμοι να ανταποκριθούν στην κούρσα των εξοπλισμών αλλά και να τηρήσουν την ισορροπία δυνάμεων, οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτή την εξέλιξη μέσω της προώθησης του δόγματος για μια περιοχή των Βαλκανίων χωρίς πυραύλους και πυρηνικά όπλα. Σε περίπτωση αποτυχίας του δόγματος αυτού, το Κρεμλίνο έκρινε ότι η εγκατάσταση πυραυλικών βάσεων προσφερόταν ιδίως στην Αλβανία και τη Βουλγαρία οι ηγεσίες των οποίων ήταν πιο δουλικές προς το Κρεμλίνο και το οικονομικό τους επίπεδο σαφώς πιο υποβαθμισμένο σε σχέση με άλλες ανατολικές χώρες. Ιδίως στην Αλβανία, η αστυνόμευση του πληθυσμού ήταν διάχυτη και ο πυρηνικός εξοπλισμός θα νοείτο ως παρακαταθήκη ή και περιουσιακό στοιχείο. Η κίνηση αυτή θα ήταν μια σαφή προειδοποίηση και προς το Βελιγράδι, παρόλη την ύφεση σε προπαγανδιστικές και ρητορικές επιθέσεις και τις προσπάθειες του Χρουστσόφ να δελεάσει τον Τίτο. Κατά το δυτικό πρότυπο του Βερολίνου, η Μόσχα επιθυμούσε να εφαρμόσει την ίδια πολιτική προς την Αλβανία, ως αντιστάθμισμα.

Από την άλλη, στην Ουάσιγκτον πίστευαν ότι η πρόθεση αυτή μπορεί να ήταν και μια επινοημένη μπλόφα προς σφυγμομέτρηση των δυτικών προθέσεων και αντιδράσεων. Σε μια τέτοια εξέλιξη το State Department έκανε σοβαρές σκέψεις να αναλάβει κάποιους προσεκτικούς (ή και παραπλανητικούς) ελιγμούς για αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με τα Τίρανα, παρότι προεξοφλείτο η αρνητική έκβαση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας σε συνθήκες του ψυχρού πολέμου. Στις 24 Μαΐου 1958 το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας με σχετική απόφαση ανέφερε: «Αν κριθεί σκόπιμο, να αναληφθούν πρωτοβουλίες για διπλωματική ανασύνδεση με την Αλβανία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της εγγύησης της ορθής μεταχείρισης των αμερικανικών διπλωματικών υπαλλήλων και ικανοποιητική διευθέτηση του ζητήματος της εγκυρότητας των προπολεμικών συνθηκών μεταξύ Αλβανίας και Ηνωμένων Πολιτειών».

Όμως έως την οριστική επίτευξη, ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς.

1 Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτορας Ιστορίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Από tech-support

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *