Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ ιστορίας ΑΠΘ
Σύλληψη ή παράδοση;
Μετά τον θάνατο του Στέφανου Γκιουζέλη, ο Καζαντζή είχε καταλάβει πως είχε πλησιάσει και το δικό του τέλος, δεν έβλεπε πώς μπορούσε να σωθεί, δεν υπήρχε διέξοδος, αφού δεν γνώριζε καλά τα μέρη, δεν μιλούσε καλά τη γλώσσα και, κυρίως, δεν υπήρχαν τρόποι επικοινωνίας και ανταπόκρισης με την Αλβανία. Δήλωνε στην απολογία του ότι έψαχνε μια ευκαιρία να παραδοθεί. Επιχείρησε μια νύχτα στις αρχές Οκτωβρίου 1949, αλλά φοβήθηκε να κατέβει και να παραδοθεί στο χωριό Καστόρι. «Ο Παναγιωτόπουλος, με τον οποίο είχα απομείνει, άφαντος. Είχα μείνει μόνος, κατάμονος. Γύρισα την ίδια νύχτα στη γιάφκα μου!» δήλωνε.
Πράγματι, στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Καζαντζή είχε απομείνει μόνος του στο λημέρι στο Καστόρι, απογοητευμένος και απελπισμένος, αφού και ο Παναγιωτόπουλος, ο μόνος που είχε απομείνει και επικοινωνούσε, δεν γνώριζε πού βρισκόταν. Σκέφτηκε είτε να παραδοθεί είτε να αυτοκτονήσει· ήταν αδύνατο να συνεχίσω αυτή την αβίωτη ζωή, παραδέχεται. Ο καιρός είχε κρυώσει και στο λημέρι δεν υπήρχαν σκεπάσματα και ρούχα. Δεν θα μπορούσε να περάσει έναν ακόμα χειμώνα –και αυτή τη φορά τελείως μόνος του–, στα βουνά της Πελοποννήσου με το κρύο, τα χιόνια, τα κρυοπαγήματα. Και αν δεν με ανακάλυπτε κανένα απόσπασμα να με καθαρίσει, ήταν αδύνατο να επιβιώσω, περιφερόμενος από βουνό σε βουνό και από σπηλιά σε σπηλιά, σαν αγρίμι.
Την 6η Οκτωβρίου 1949 κατέβηκε τελικά στο χωριό, μπήκε σε ένα μπακάλικο προσποιούμενος κοντοχωριανό από τα Βορδώνια και ζήτησε ζάχαρη και καραμέλες. Ο μπακάλης του χωριού, ο Ηλίας Γεωργάτσος (τον φώναζαν μπάρμπα-Λια) ήταν ΜΑΥ-ς, του ζήτησε ταυτότητα, αλλά αυτός αρνήθηκε να την επιδείξει. Ο μπακάλης ενημέρωσε τη χωροφυλακή Καστορίου και τελικά ο Καζαντζή συνελήφθη εκείνη την ημέρα, χωρίς να προβάλει αντίσταση. Ο ίδιος διατείνεται ότι παραδόθηκε αυτοβούλως, αλλά οι άνδρες της χωροφυλακής αντιτείνουν ότι τον συνέλαβαν παρά τη θέλησή του, καθώς δεν υπήρχαν περιθώρια διαφυγής.
Στις πρώτες ερωτήσεις ενώπιον ενός ανθυπομοίραρχου χωροφυλάκων δήλωσε τα πραγματικά ταυτοτικά του στοιχεία και παραδέχθηκε ότι στην Ελλάδα είχε έρθει πριν κάποιους μήνες με ένα καΐκι με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Κατά τη σωματική έρευνα βρέθηκαν επάνω του 1220 $, το πιστόλι του γεμάτο, 20.000 δραχμές και το ρολόι, τα οποία κράτησαν στον σταθμό χωροφυλακής, αλλά του τα παράδωσαν όλα στην Αθήνα, επιστρέφοντας τα χρήματα λίγα λίγα για τις ανάγκες κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Στις δηλώσεις ενώπιου του δημοσιογράφου Πάνου Τρουμπούνη δήλωνε αρχικά ότι οι χωροφύλακες καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του στον σταθμό συμπεριφέρθηκαν φιλικά μαζί του, σε αντίθεση με ό,τι του έλεγαν στα λημέρια οι αντάρτες και κυρίως ο Κονταλώνης ότι «εάν και σε πιάσουν οι μοναρχοφασίστες, πρώτα θα σε βασανίσουν και μετά θα σε σφάξουν». Συμπεριφέρθηκαν φιλικά και με μεγάλη συμπάθεια προς το πρόσωπό μου, παρότι εγώ ήμουν εχθρός της χώρας τους, κατάσκοπος και συνεργάτης των «συμμοριτών», δήλωνε. Πολιτισμένα συμπεριφέρθηκαν και οι ίδιοι οι χωρικοί του Καστορίου, μάλιστα οι γυναίκες τού έφεραν σταφύλια στον σταθμό και ρωτούσαν με κάποια αφέλεια και περιέργεια τι γύρευε αυτός ο Αλβανός στο μακρινό χωριό τους.
Οι πρώτες ανακρίσεις
Το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1949 ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού ανακρίνοντας τον Καζαντζή τού ζήτησε πληροφορίες για την τύχη του Κονταλώνη, το κρησφύγετό του, τον πληροφόρησαν ότι ο συνοδοιπόρος του Στέφανος Γκιουζέλης είχε σκοτωθεί, όπως και ο Ζερβέας με τον Μίχο και τον Νικήτα, οι εναπομείναντες της ομάδας του. Είχαν επίσης εξοντωθεί Κανελλόπουλος, Μπασακίδης, Σφακιανός, Σταθάκης, Σαρηγιάννης, Πρεκεζές, Ζαχαρίας, Γκότσης, Ξυδέας, και όλοι οι άλλοι του Αρχηγείου της Πελοποννήσου. Αυτά, λίγο πολύ, ήταν γνωστά και οι μαρτυρίες του –ή ακριβέστερα οι επαληθεύσεις του–, δεν βάραιναν τη θέση του. Τουναντίον, ο Καζαντζή απέκρυψε αρκετά στοιχεία στις πρώτες ανακρίσεις, τα οποία όμως αναγκάστηκε να ομολογήσει κατά την κύρια ανάκριση: δεν δήλωσε ότι ήταν αξιωματικός της αλβανικής ασφάλειας και ούτε την αποστολή του στην Κεφαλονιά. Παραδέχθηκε τις αποστολές του στην Κρυσταλλοπηγή, ενεργών ως κατάσκοπος με το ψευδώνυμο «καπετάν Μακεδόνας», στοιχεία που ήταν γνωστά από τους αξιωματικούς της χωροφυλακής από καταθέσεις και μαρτυρίες αιχμάλωτων ανταρτών. Αντελήφθη, κατά την ανάκριση, ότι ο Παναγιωτόπουλος που είχε συλληφθεί δεν είχε ομολογήσει απολύτως τίποτε, εν αντιθέσει με τους υπολοίπους, συμπεριλαμβανομένου και του ταγματάρχη πληροφοριών γιατρού Μετερίζη με τον οποίο τρώγαμε και κοιμόμαστε μαζί, δήλωνε.
Η υπόθεσή του, ωστόσο, παραδεχόταν, ήταν τελείως διαφορετική. Για τον λόγο αυτό σκέφτηκε να φανερώσει στις στρατιωτικές αρχές πράγματα που γνώριζε, οδηγώντας τους άντρες της χωροφυλακής σε μερικά κρησφύγετα: στην περιοχή του Πάρνωνα, μετά τα περάσματα του ποταμού Ευρώτα, σε τοποθεσίες και αποθήκες που χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες όπου είχαν κρύψει τρόφιμα και άλλα αγαθά. Σε άλλη γιάφκα βρέθηκαν δυο αμεταχείριστα οπλοπολυβόλα, χαρτιά, έγραφα, φωτογραφικό υλικό και άλλα χρήσιμα στοιχεία που βοήθησαν τον στρατό να εκκαθαρίσει από τους λίγους αντάρτες και τις άλλες περιοχές. Οι καταδώσεις αυτές, σίγουρα πίστευε ο Καζαντζή, θα ήταν στοιχεία συναλλαγής για τη σωτηρία του, όπως, σύμφωνα με τις πληροφορίες που του είχαν κάνει γνωστές στη χωροφυλακή, την περίπτωση του Παναγιωτόπουλου, τον οποίον ύστερα από τη σύλληψη και τη σύντομη κράτηση τον είχαν αφήσει ελεύθερο στο Καστόρι! Για όλα αυτά, ήλπιζε να φάνηκε χρήσιμος και να ωφελήθηκαν οι αξιωματικοί του στρατού.
Συν τοις άλλοις, τη 25η Οκτωβρίου 1949 ο Καζαντζή εμφανίσθηκε στη Βαλκανική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, όπου κατέθεσε ενώπιον των ξένων αντιπρόσωπων επί τρεις ώρες. Είπα ό,τι γνώριζα για την Πελοπόννησο και τα ελληνοαλβανικά σύνορα προς τον Γράμμο επί δύο περίπου χρόνια που είχα τοποθετηθεί για να παρακολουθώ τη μεταφορά όπλων και πυρομαχικών από την Αλβανία και τις άλλες χώρες της Κομινφόρμ προς τους «συμμορίτες» του Μάρκου και του Ζαχαριάδη, δήλωνε. Και πάλι, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν άγνωστα, αλλά για την εν γένει αποστολή του δεν αποκάλυψε πληροφορίες.
Ως προς την κύρια ανάκριση, τρείς μέρες μετά τη σύλληψή του, την 9η Οκτωβρίου 1949 οδηγήθηκε στη Σπάρτη, ανακρινόμενος από τον συνταγματάρχη Λασπιά. Μετά από δύο μέρες ήπιας ανάκρισης εκεί οδηγήθηκε στην Αθήνα. Ο Καζαντζή δήλωνε ότι οι συνθήκες κράτησης και ανάκρισης ήταν άριστες, χωρίς ψυχολογική και σωματική πίεση, χωρίς βιολογικούς και ηθικούς καταναγκασμούς, σχεδόν σαν διακοπές.(!) Μάλιστα, μέσω των δημοσιογράφων, «αισθάνθηκε την υποχρέωση να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και τις ευχαριστίες» προς τους αξιωματικούς και στρατιώτες που τον ανέκριναν, παρ’ όλες τις βαριές κατηγορίες που τον βάραιναν ως κατάσκοπο ξένων μυστικών υπηρεσιών. Η δήλωση αυτή προσλαμβάνεται με ιδιαίτερη επιφύλαξη, καθώς ο ίδιος την ανατρέπει στη συνέχεια στην αλληλογραφία με τους οικείους του ως μελλοθάνατος από τις φυλακές της Καλλιθέας στην Αθήνα, όπως ανατρέπει συνολικά τις δηλώσεις στον τύπο και τις καταθέσεις του.
Στην επικοινωνία του με τους δημοσιογράφους, μάλιστα, άφηνε υπαινικτικές αιχμές για συνεργασία με τις ελληνικές αρχές:
«Είμαι βέβαιος πως θα έρθει σύντομα η μέρα που θα καταρρεύσει η τυραννία στην Αλβανία και είμαι πρόθυμος να βοηθήσω και εγώ, αν μπορέσω, με όλες μου τις δυνάμεις για να αλλάξουν τα πράγματα στη μικρή πατρίδα μου και να γίνει πραγματική δημοκρατία», υποσχόταν.
Η αφήγηση του Καζαντζή, αλήθειες και αναλήθειες, ψεύδη και διαστροφές
Τόσο από τις ελληνικές ανακριτικές αρχές όσο και από τις αλβανικές διοικητικές υπηρεσίες, κατά τη μεταγενέστερη αυτοψία της υπόθεσής του, η αφήγησή του ελεγχόταν όχι ως απολύτως αληθή. Σε μεγάλο βαθμό υπήρχε καιροσκοπισμός για απόσπαση προσωπικών οφελών.
Πριν την εισαγωγή της υπόθεσης στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών ο πρώτος που διέψευσε τις καταθέσεις του Καζαντζή ήταν ο κρυπτογράφος του Αρχηγείου της Πελοποννήσου Σπύρος Μπούτσιας, αναφερόμενος ως Παύλος Βούτσιας (Βούτσιας ήταν το ψευδώνυμο του) στην ομολογία του κατηγορούμενου. Ο Μπούτσιας είχε και αυτός παραδοθεί και ως ανανήψας υπηρετούσε στις τάξεις του στρατού στη Μακρόνησο, η διαγωγή του οποίου και οι προσφορές του είχαν εκτιμηθεί τόσο από τις αστυνομικές αρχές όσο και από τους στρατιωτικούς προϊστάμενούς του. Σε επιστολή του προς την εφημερίδα «Εμπρός» ο Σπύρος Μπούτσιας ανέφερε ότι είχε όντως χρηματίσει κρυπτογράφος του Αρχηγείου της Πελοποννήσου από τον Ιανουάριο του 1948 μέχρι τον Απρίλιο του 1949 οπότε αυτομόλησε και παραδόθηκε στην υποδιοίκηση χωροφυλακής Μεγαλοπόλεως. Αποστολή του ήταν να αποκρυπτογραφεί και να κρυπτογραφεί τα σήματα που ανταλλάσσονταν μεταξύ του Αρχηγείου Πελοποννήσου, του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδος που ετέλη υπό τις διαταγές του παλιού διευθυντή του Ριζοσπάστη, αντιστράτηγου Κώστα Καραγιώργη. Δήλωνε ότι ο σκοπός της αποστολής του αλβανού υπολοχαγού, το όνομα και η εθνότητά του, παρέμεινε μυστική έως το τέλος για όλους τους, πλην του Γκιουζέλη και του Ρογκάκου. Κανένας δεν γνώριζε τι ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο μυστήριος υπό το όνομα Κώστας, εμφανιζόμενος ως Μακεδόνας. Όσον αφορά την εκτέλεση των δύο χωρικών και την επιγραφή «Σκοτώνονται για προδοσία», παραδέχεται ότι όντως εγράφησαν αυτά τα δύο χαρτιά, αλλά όχι από τον ίδιο, αλλά από τον Ανδρέα Αλεξόπουλο, ο οποίος ήταν επίσης κρυπτογράφος στο Αρχηγείο. Ο Αλεξόπουλος με εντολή του Γκιουζέλη παρέλαβε τους δύο χωρικούς και μαζί με τον ίδιο τον υπολοχαγό Καζαντζή τους οδήγησε πλησίον του χωριού Ράχες και εκεί τους εκτέλεσαν έχοντας επικολλημένες τις επιγραφές, δηλαδή τα σημειώματα. Η μαρτυρία αυτή του Σπύρου Μπούτσια στον τύπο είχε ως σκοπό να αποσείσει την ενοχή από τον ίδιο για τον φόνο δυο αθώων χωρικών και να ενοχοποιήσει τον Καζαντζή για διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με του αντάρτες. Η επιβεβαίωση-διάψευση στον τύπο αποτέλεσε στοιχείο της δικογραφίας αρκετά επιβαρυντικό για τον αλβανό κατηγορούμενο. Ο Μπούτσιας, εμφανιζόμενος ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη, με επιβαρυντική κατάθεση, αποκάλυψε και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία και λεπτομέρειες της δραστηριότητάς του.
Ενώπιον του Στρατοδικείου Αθηνών
Η κράτηση του Κώστα Καζαντζή ως ανακρινόμενου ενώπιων των ανακριτικών αρχών και των εισαγγελικών λειτουργών διήρκησε έως τα μέσα Δεκεμβρίου 1951. Την 25η Μαΐου 1951 ορίσθηκε η πρώτη δικάσιμος, αλλά λόγω μη εμφάνισης των μαρτύρων ο Βασιλικός Επίτροπος ζήτησε την αναβολή της δίκης, το ίδιο και η δεύτερη ορισθείσα δικάσιμος, την 8η Οκτωβρίου του 1951.
Εν τέλει, το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημα των συνεδριάσεων την 14η, 15η και 17η Δεκεμβρίου 1951 προεδρεύοντος του Στρατοδίκη Ανδρέα Σταυρόπουλου και συγκείμενο εκ των δικαστών και μελών του Νικολάου Κονδύλη, Βασιλείου Μαντούζου, Ιωάννου Μαυροειδή και Νικολάου Αγγελοπούλου, παρόντος του Βασιλικού Επιτρόπου Χαραλάμπους Κούκη, για να δικάσει τον Καζαντζή ως «κατηγορούμενον επί εγκληματικής ενέργειας απειλούσα την εξωτερική ασφάλεια της χώρας νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθέντα ως εμφαίνεται εκ του από την 12/11/1951 αποδεικτικού επιδόσεως δικογράφων παρόντα μετά των συνηγόρων του υπεράσπισης, Σταύρου Κανελλόπουλου –ο οποίος υπήρξε μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ– και Κωνσταντίνου Τσιριμώκου επίσης ανήκων στην αριστερά». Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι γνώριζε ελληνικά τα οποία είχε μάθει κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές και δεν παρίστατο ανάγκη να διορισθεί διερμηνέας.
Στο ακροατήριο κλητεύθηκαν και τρεις μάρτυρες, εκ των οποίων δύο μόνον εμφανίσθηκαν. Δεν κλητεύθηκαν μάρτυρες υπεράσπισης.
Στο κατηγορητήριο αναφερόταν ότι: «Ο κατηγορούμενος εν Όρμο Φωκιανού Κυνουρίας, Λακωνίας, Καστορίου και αλλαχού της Πελοποννήσου κατά το από την 6η Σεπτεμβρίου 1948 μέχρι την 5η Οκτωβρίου 1949 χρονικόν διάστημα, αποκρύψας την ιδιότητά του ως υπολοχαγού της αλβανικής αστυνομίας, υπό το ψευδώνυμο «Μακεδόνας» περιήλθε τα ανωτέρα μέρη, ελθών δια πλοιαρίου εξ Αλβανίας παρά κυβερνήσεώς της οποίας απεστάλη και συνέλεξε μυστικές πληροφορίες αφορούσες την άμυνα και την εξωτερική ασφάλεια του ελληνικού κράτους και επί σκοπού κατασκοπείας εχρησιμοποίησε μέσα ανταποκρίσεων και διαβιβάσεων ήτοι μετέδωσε δι’ ασυρμάτου εις το εξωτερικόν πληροφορίες περί των μονάδων του Εθνικού Στρατού, της δυνάμεως και των κινήσεων αυτών …. Την εκτέλεση της ως άνω πράξεως προεκάλεσεν εκουσίως προσφερθείς εκουσίως».
Ως τεκμήρια ενώπιον του δικαστηρίου προσκομίσθηκε η διαταγή της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής-Νήσων (ΑΣΔΑΝ) εκδοθείσα την 21η Μαρτίου 1951 γνωμοδότηση για την εισαγωγή του κατηγορούμενη σε δίκη και οι μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας Παναγιώτη Λόντου Αντ/ρχου Πεζικού, και Σπυρίδωνα Μπουτσιά, πρώην στελέχους του ΔΣΕ. Ο τρίτος κλητευθέν, Γιώργος Κονταλώνης, δεν εμφανίσθηκε και αντ’ αυτού ανεγνώσθη ένορκη δήλωσή του. Οι δύο μάρτυρες κατέθεσαν σωρεία ενοχοποιητικών στοιχείων προς ενίσχυση του κατηγορητηρίου.
Ο Λόντος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθη στην Πελοπόννησο και στην περιοχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ερχόμενος από την Αλβανία και για λογαριασμό της Κομινφόρμ, κομίζοντας οδηγίες προς την ηγεσία του ΚΚΕ στην Πελοπόννησο. Ο κατηγορούμενος μετέφερε όπλα πάσης φύσεως, προσκολλημένος συνέχεια στην ηγεσία της Μεραρχίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου υπό τον Στέφανο Γκιουζέλη. Ήταν επίσημος κατάσκοπος για την Ελλάδα, αποσταλείς ειδικά από την Αλβανία. Αρχικά ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι ήταν Αλβανός. Με τα μέσα διαβιβάσεως των συμμοριτών, είτε και με δικό του μέσον, μετέδιδε τα μυστικά της χώρας μας. Έφερε δε αρκετά δολάρια (1220 τον αριθμό) τα οποία εδόθηκαν από την κυβέρνηση για να αντιμετωπίζει κάθε περίπτωση, δήλωσε.
Ο Σπύρος Μπούτσιας, το όνομα του οποίου εμπλεκόταν στη δολοφονία δύο αμάχων στην Κάμπελη τον Ιανουάριο του 1949, κατέθεσε ότι ο Καζαντζή ήταν άνθρωπος μυστικοπαθής και πολεμοχαρής. Δεν ξέρω ένα ενεργούσε κατασκοπεία, αλλά ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του ΚΚΑ, δήλωσε. Στα μέσα του 1948 μάς μετέφεραν πολεμικό υλικό από την Αλβανία με πλοιάριο στο οποίο επέβαινε και ο κατηγορούμενος ο οποίος ήρθε, ασφαλώς, με κάποια μυστική αποστολή
Απολογούμενος, ο Καζαντζή δήλωσε ότι αποστολή του ήταν να μεταβεί στην Κεφαλονιά, να παρακολουθεί και να κατασκοπεύει εάν υπάρχει αμερικανικός στόλος εκεί, πόσα θωρηκτά, αεροπλανοφόρα, εάν έφεραν ατομικές βόμβες, και εάν παρατηρούντο προεργασίες για αποβατικές επιδρομές στην Αλβανία, «τώρα που τα χαλάσαμε με τους Γιουγκοσλάβους». Ήμουν αξιωματικός επαγγελματίας, όχι της αστυνομίας, δήλωσε. Αρνήθηκε ότι γνώριζε ότι το πλοιάριο περιείχε οπλισμό, τον οποίο διαπίστωσε εκ των υστέρων. Δήλωσε πάλι ότι ήταν μια καλοστημένη δολοπλοκία από τους συναδέλφους του για να τον εξοντώσουν επειδή ήταν χριστιανός ορθόδοξος και λόγω της καταγωγής της μητρός του. Πρόσθεσε επίσης ότι ο πατέρας του είχε ελληνική μόρφωση, αρνήθηκε, όμως, ότι είχε υπηρετήσει στα σύνορα κατά την περίοδο 1947-1948 παραδεχόμενος μόνον ότι είχε βρεθεί στην Ελλάδα μόνον τους τελευταίους 13 μήνες έως τη σύλληψή του. «Δεν έχω κανένα παράπονο από τις ελληνικές αρχές, λόγω του ότι είμαι εν ζωή», δήλωσε. «Την πολιτική αμφίεση μού την έδωσαν συγκρατούμενοι για να παρουσιαστώ ενώπιον του δικαστηρίου, διότι φορούσα στρατιωτική στολή, την οποία μου έδωσε ο στρατός. Είπα όλη την αλήθεια. Μετά την επιστροφή κάποιου σημειώματός μου από την Αλβανία διά του οποίου ζητούσα μόνον οδηγίες τι θα κάνω –περιερχόμενο στα χέρια του Μπουτσιά– δεν έκανα καμιά άλλη προσπάθεια, αντιλαμβανόμενος ότι όλα ήταν μάταια πια, αφού σχεδόν όλο το Αρχηγείο είχε εξαρθρωθεί». Η απολογία του κρίθηκε έωλη ενώ ο στρατοδίκης αντέτεινε ότι όλα όσα ισχυρίσθηκε ήταν ψεύδη, αβάσιμα και παραπλανητικά και ότι γνώριζε καλά ελληνικά (παρότι αυτός αρνείτο δηλώνοντας ότι τα είχε μάθει κατά το χρόνο κράτησης στις φυλακές), ήταν αποφασιστικός και γι αυτό επιλέχθηκε για την εκτέλεση μιας τέτοιας δύσκολης και επικίνδυνης αποστολής. Στην ουσία όλες οι καταθέσεις του κρίνονταν ως προσεγμένοι συμφυρμοί ιστορικών γεγονότων και μυθοπλασίας, αλλά όχι πειστικές.
Μετά την απολογία του οι συνήγοροι υπεράσπισης στις αγορεύσεις τους ζήτησαν επιείκεια.
Το δικαστήριο διά της απόφασης 2788/17.12.1951 αποφάσισε παμψηφεί να κηρύσσει τον μνησθέντα κατηγορούμενο ένοχο κατά την έννοια των άρθρων 5§2 του Αναγκαστικού Νόμου (ΑΝ) 375/1936 «περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας» καταδικάζοντας δις στην ποινή του θανάτου.
Μετά την απαγγελία της απόφασης ο πρόεδρος του Στρατοδικείου ερώτησε τον κατηγορούμενο εάν έχει να προσθέσει κάτι και αυτός, αντί άλλης απάντησης, φώναξε: «Ζήτω η Αλβανία!» Η έγκαιρη επέμβαση των αστυνομικών οργάνων αποσόβησε τον κατηγορούμενο από βέβαιο λιντσάρισμα υπό του εκμανέντος ακρωτηρίου, το οποίο καταγανακτισμένο για τη θρασύτητά του εκκινήθη εναντίον του απειλητικά, ανέφερε χαρακτηριστικά ο τύπος της εποχής. Στο ακροατήριο βρέθηκαν και συγγενείς του κατηγορουμένου –οικείοι του που διέμεναν στη Θεσσαλονίκη– οι οποίοι του συμπαρατάχθηκαν όλο το διάστημα της δοκιμασίας του στα κρατητήρια. Ένας εξ αυτών, υπήρξε κάποιος θείος Πέτρος, διαμένων στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο παρέγγειλε να ενημερώσει την οικογένεια για την καταδίκη και το τέλος του.
Επιστολές του μελλοθάνατου κατασκόπου
Δύο μέρες μετά την καταδίκη, την 20η Δεκεμβρίου 1951, ο καταδικασθείς οδηγήθηκε στις φυλακές Καλλιθέας. Από τα κρατητήρια και τις φυλακές συνέταξε μια σειρά επιστολών –κάποιες εξ αυτών ίσως φτάσουν στα χέρια σας, αναφέρει χαρακτηριστικά σ’ αυτές– προς τη μητέρα του Πανδώρα και τα οικεία πρόσωπα με το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο.
Η πρώτη επιστολή φέρει την ημερομηνία της 18η Δεκεμβρίου 1951, ήτοι την επόμενη της δίκης:
Αθήνα, 18η Δεκεμβρίου 1951
Αξιοσέβαστε θείε. Όπως θα σε ενημερώσει και ο θείος Πέτρος, η δίκη μου έγινε και καταδικάσθηκα δις σε θάνατο. Τελικώς, αυτή ήταν η ετυμηγορία του ελληνικού δικαστηρίου, ύστερα από 27 μήνες καθυστέρησης. Όσον με αφορά, την εκλαμβάνω ως αναπόφευκτη εξέλιξη, όσον αφορά εσάς και τον θείο Πέτρο που παρακολούθησε τη δίκη, σας ευχαριστώ απεριόριστα για όλες τις ενέργειες που κάνατε και το ενδιαφέρον που επιδείξατε έως σήμερα, τόσο κατά το διάστημα της προφυλάκισής μου, όσο και κατά την χθεσινή ακροαματική διαδικασία. Σας παρακαλώ να μην στενοχωρηθείτε για την απόφαση που ελήφθη εις βάρος μου, καίτοι βαριά, άλλα όχι και άδικη ως προς την ενοχή μου. Σε περίπτωση που σας δοθεί η ευκαιρία, σας παρακαλώ να διαβιβάσετε στην οικογένειά μου την παράκληση να μην στεναχωρηθούν και να τους μεταφέρετε τα δέοντα μου. Ευελπιστώ να έχετε την καλοσύνη ώστε διά των συνηγόρων ή άλλων ενεργειών να παρακολουθήσετε την τύχη της αίτησής μου για την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής και σχετικά να ενημερώσετε και εμένα.
Και πάλι σα ευχαριστώ και σας παρακαλώ να μην πανικοβληθείτε, αφού η ζωή έχει τέτοιες περιπλοκές. Σας παρακαλώ να μεταφέρετε τους χαιρετισμούς μου στην θεία Ουρανία, Αθηνά, Βήτα, Πέτρο, Θωμά, Ιωάννα και Οδυσσέα και να δεχθείτε κει εσείς τους χαιρετισμούς μου.
Υστερόγραφο
Με την ευκαιρία, σας παρακαλώ να διαβιβάσετε σε όλους του συγγενείς μου που ανέφερα ανωτέρω και να δεχθείτε και εσείς τις πιο εγκάρδιες και θερμές ευχές, για τις άγιες γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους!
Κώστα Καζαντζή
Το περιεχόμενο των επιστολών του ανατρέπει ολικώς τους πρότερους ισχυρισμούς του στον τύπο και αλληλοαναιρεί ό,τι είχε ομολογήσει, δηλώσει και πρεσβεύσει έως τότε. Ο Καζαντζή ισχυρίζεται ότι η τρίωρη ακροαματική διαδικασία βασίσθηκε σε ψευδείς και αναπόδεικτες κατηγορίες, θεωρεί προκατασκευασμένη και ειλημμένη την απόφαση –την οποία ενέμενε από καιρό. Σύμφωνα με τις διασωθείσες επιστολές, η 27μηνη περίοδος ανάκρισης διήλθε μετά οδυνών, βασάνων και πολλών αναβολών, και αυτό το επισήμανε και στον πρόεδρο του δικαστηρίου στον οποίο τόνισε με στιβαρότητα: «Εσείς δεν καταδικάζετε εμένα, αλλά την εχθρότητα και τις βλέψεις που έχετε εις βάρος της πατρίδας μου!» Εν τούτοις, λέει, κατά τα υπό του του νόμου επιτασσόμενα, την επόμενη μέρα οι συνήγοροί μου κατέθεσαν αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής και αίτηση αναίρεσης πάρα του Αρείου Πάγου για απονομή χάριτος. Αυτές, όμως, είναι τυπικές διαδικασίες της εγχώριας νομοθεσίας. Τώρα αναμένω την μεταγωγή μου σε άλλες φυλακές, αναφέρει.
Παρότι το τέλος του είναι προδιαγραμμένο και αναπότρεπτο, καθώς ανέμενε το εκτελεστικό απόσπασμα με την ίδια ψυχραιμία όπως ανέμενε και όλη την ακροαματική διαδικασία, ο Καζαντζή ικέτευε τους οικείους του να μεσολαβήσουν ή να ερευνήσουν την πιθανότητα ανταλλαγής του με κάποιον έλληνα κατάσκοπο που μπορεί εκείνο το διάστημα να κρατείτο στην Αλβανία. (Να σημειωθεί ότι το 1953, συνελήφθη στην προσπάθεια να επιστρέψει στη Βουλγαρία, προδοθείς από τους συμπατριώτες του ο βούλγαρος κατάσκοπος Τράποφ. Τα ελληνικά δικαστήρια τον καταδίκασαν για κατασκοπεία σε ισόβια δεσμά. Ο Τράμποφ δεν εξέτισε όλη την ποινή του, διότι ανταλλάχθηκε με τον Ευάγγελο Μανωλιά το 1959, ο οποίος, επίσης, είχε καταδικασθεί για κατασκοπεία στη Βουλγαρία. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη ανταλλαγή κατασκόπων μεταξύ δύο χωρών. Με την Αλβανία δεν υπήρχε παρόμοια πρακτική). «Εάν όχι, σημείωνε και πάλι, είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω με περηφάνια και ψυχραιμία το εκτελεστικό απόσπασμα έως τις στερνές μου ώρες, φωνάζοντας ως αξιωματικός του Εθνικού μας Στρατού: Ζήτω η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας! Ζήτω ο σ. Ενβέρ και το ΚΚΑ! Ζήτω ο σ. Στάλιν και όλοι οι δημοκρατικοί λαοί!
Γονείς και συγγενείς, μην στενοχωριέστε που δεν γυρίζω στους κόλπους σας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο αλβανικός λαός θα χάσει. Τον δρόμο μου θα ακολουθήσουν χιλιάδες νέοι και νέες, τόσο όσοι είναι ελεύθεροι, όσο και όσοι είναι υπό την κυριαρχία και την εκμετάλλευση των καπιταλιστικών κρατών, οι οποίοι εκτελούνται καθημερινά, φωνάζοντας τη στερνή τους λέξη: Ζήτω η αληθινή δημοκρατία! Σε λίγες μέρες έρχεται το Νέο Έτος, το οποίο πρέπει να είναι ένα έτος ενίσχυσης του στρατού, η ασπίδα του έθνους και της εθνικής ακεραιότητας, το Νέο Έτος πρέπει να είναι το έτος εκτέλεσης των σχεδίων της οικονομικής μας ανάτασης. Το Νέος Έτος πρέπει να είναι πρωτίστως έτος για την ενίσχυση του συνθήματος για αέναη ειρήνη όλου του κόσμου και αγώνα κατά εκείνων οι οποίοι υπό το μανδύα της ειρήνης αποκρύπτουν τις βόμβες. Διατελώ την επιστολή μου και επαναλαμβάνω: μην στενοχωριέστε, αλλά να είστε περήφανοι που το παιδί σας έπεσε για την ελευθερία των λαών. Τα δέοντα σε όλους τους συντρόφους και τους συγγενείς μας.
Υστερόγραφο: από τους εδώ συγγενείς είχα όλη την υλική και ηθική υποστήριξη, γράφει σε άλλη επιστολή.
Στη στερνή επιστολή, γραμμένη την 21η Δεκεμβρίου 1951 ο Καζαντζή δεν παύει να παρακινεί όλους να συνεχίσουν να παρακολουθούν με τους δικηγόρους του ή να καταβάλουν οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες για την τύχη των αιτήσεών του για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και να τον ενημερώσουν. Οι επιστολές αυτές είναι χαρακτηριστικές για τις μεταπτώσεις του μελλοθάνατου που θεωρεί δεδομένο το τέλος του, αλλά και πάλι ελπίζει στην αποτροπή του.
Τον Απρίλιο του 1952 σε μια επιστολή κάποιου Καρλαγάνη από την Ελβετία προς τον Στέργιο Κοτζιά στο Δυρράχιο, θείο του Καζαντζή, τον πληροφορεί ότι κάποιος θείος τους ονόματι Νικολάκης στην Ελλάδα, ο οποίος παρέστη στη δίκη, του είχε γράψει ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης του Καζαντζή τύγχαναν διακεκριμένοι δικηγόροι με διαπιστευτήρια νομικών κύρους στην Αθήνα και τον υπεράσπισαν με ζέση, ζητώντας την αναβολή της δίκης για κάποια καλύτερη συγκυρία, αλλά ο ίδιος ο Καζαντζή επέμενε να διεξαχθεί η δίκη και το δικαστήριο να αποφασίσει. Η κατηγορία ήταν βαριά, επί κατασκοπεία, οι δικηγόροι επέμεναν στην αναζήτηση ελαφρυντικών, αλλά, δυστυχώς ο ίδιος ο Καζαντζή αποδεχόταν με κάθε λεπτομέρεια ό,τι είχε καταθέσει κατά τη σύλληψή του. Για τον λόγο αυτό το δικαστήριο αποφάσισε παμψηφεί την εσχάτη των ποινών.
Εν τέλει, ο Καζαντζή εκτελέσθηκε την Παρασκευή τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου 1951.
(Συνεχίζεται)