Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ

Διδάκτωρ ιστορίας ΑΠΘ

Η μυστική αποστολή

Ο Κώστα Καζαντζή, ως εν ενεργεία υπολοχαγός της αλβανικής ασφάλειας, από τον Απρίλιο 1947 έως τον Οκτώβριο 1949, ανέλαβε μια σειρά επικίνδυνων μυστικών αποστολών και πρακτορεύσεων αλβανικών ωφελειών στην Ελλάδα: βοήθεια προς τους αντάρτες από την Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και άλλες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, παρακολούθηση των κινήσεων στην ελληνοαλβανική μεθόριο την εποχή των ένοπλων συγκρούσεων με τις δυνάμεις του ΔΣΕ και εκμαίευση πληροφοριών ευαίσθητου χαρακτήρα για τον στρατό και την οικονομία. Η τελευταία αποστολή άρχισε την 24η Αυγούστου 1948 και αφορούσε ενέργεια κατασκοπείας στην Ελλάδα διά της αποστολής στην Κεφαλονιά παρά του Αρχηγείου του Στέφανου Γκιουζέλη, διοικητή της Γ΄ Μεραρχίας Πελοποννήσου και έληξε ανεπιτυχώς την 6η Οκτωβρίου 1949 όταν συνελήφθη από τον ΕΣ. Ο Καζαντζή δήλωνε ότι από την ημέρα που έπεσε στα χέρια του Στρατού θέλησε να ομολογήσει όλη την αλήθεια.

Ποια είναι η αλήθεια του και πώς ελεγχόταν αυτή από τη χώρα προορισμού, την Ελλάδα και τη χώρα αποστολής, Αλβανία;

Τον Απρίλιο του 1947 ο Κώστα Καζαντζή υπηρετούσε στην ασφάλεια Δυρραχίου με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, αλλά με την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφάλειας, μετεκλήθη στη γενική ασφάλεια των Τιράνων υπό τον προϊστάμενο, συνταγματάρχη Νέστη Κερέντζη, γνωστός και στην Ελλάδα ως επικεφαλής της αλβανικής αντιπροσωπείας, η οποία κατέφθασε στις αρχές του 1947 παρά την πρώτη Βαλκανική Διερευνητική Επιτροπή και εκφώνησε λόγο από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Ακρόπολις» στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Την 20η Απριλίου 1947 ο Καζαντζή παρουσιάστηκε στον προσωπάρχη της γενικής ασφάλειας και σε μερικές μέρες συνάντησε «έναν χοντρό και μάλλον ψηλό» έλληνα, ονόματι Ηλία, ο οποίος μιλούσε καλά ελληνικά, γνώριζε, όμως, και ρωσικά και σερβικά, ο οποίος, από ό,τι έμαθε, ήταν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, πρώην επίτροπος της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Έπρεπε να συνεργαστεί μαζί του και, όπως του είπε ο Ηλίας, έπρεπε να εξασφαλίσει μεγάλους αναγνωριστικούς χάρτες της Ελλάδας, από αυτούς που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σε λίγες μέρες ο Καζαντζή είχε εξασφαλίσει αρκετούς τέτοιους χάρτες.

Την 3η Μαΐου 1947 τον διέταξαν να ετοιμαστεί για μια μυστική αποστολή στην ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς, την οποία διεύθυνε ο ταγματάρχης Μυφτάρ Τάρε, αρχηγός της υπηρεσίας αντικατασκοπείας, υπό την αιγίδα του οποίου είχε στηθεί όλος ο μηχανισμός παροχής βοήθειας προς τους έλληνες αντάρτες του Γράμμου και, παράλληλα, είχε υφανθεί ένα πυκνό δίκτυο κατασκοπείας εις βάρος της Ελλάδας. Εκτός από τον Καζαντζή στην Κορυτσά μετέβη και ο ίδιος ο Τάρε, ο Ηλίας και υπολοχαγός Γκάκιο Μπόρια (Gaqo Mborja). Στον Καζαντζή ανετέθη ο ρόλος του συνδέσμου και η αποστολή να μεταφέρει με απόλυτη πρωτοβουλία από τα αλβανικά φυλάκια –όπου θα ερχόταν σε τακτική επαφή με τους έλληνες μαχητές του ΔΣΕ προς την Κορυτσά– όλες τις ανάγκες τους σε στρατιωτικό εξοπλισμό τον οποίο θα μετέφεραν με πλήρη μυστικότητα από την Κορυτσά προς την ελληνοαλβανική μεθόριο αλβανοί στρατιώτες και θα τα παραλάβαιναν εκεί υπό την εποπτεία του οι έλληνες αντάρτες. Από ελληνικής πλευράς σύνδεσμος και συντονιστής ήταν κάποιος Λευτέρης (δεν είναι βέβαιο εάν πρόκειται για τον Λευτέρη Βουτσά, ή τον Ιαμόγλου). Η παράδοση και παραλαβή του στρατιωτικού υλικού, των πολεμοφοδίων, του ρουχισμού και των φαρμάκων άλλαζε σύμφωνα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του μετώπου. Ο Καζαντζή εκτός του ότι επιστατούσε την προώθηση του υλικού, τηρούσε τα πρακτικά με ακριβή καταγραφή των προμηθειών, «γιατί οι αντάρτες έκλεβαν στον δρόμο τις προμήθειες», δήλωνε ενδεικτικά. Μια φορά, λέει, είχαν έρθει 105 μουλάρια από την Ουγγαρία και οι αντάρτες έκλεψαν στο δρόμο τα δύο(!)

Η κύρια αποθήκη πυρομαχικών που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των μαχητών του ΔΣΕ ήταν στη Ντάρδα της Κορυτσάς, την οποία φυλούσε ως αποθηκάριος ο Αλί Κόρμπι (Ali Korbi), μαζί με μερικούς ακόμη στρατιώτες. Στις αρχές Μαΐου και συγκεκριμένα την 5η Μάϊου 1947 το πρωί στον μεθοριακό σταθμό της Νικολίτσα –όπου είχε εγκατασταθεί με ασφάλεια και πλήρη μυστικότητα ο Καζαντζή– κατέφθασε από την αλβανική πλευρά ο ταγματάρχης Τάρε μαζί με τον Ηλία, ενώ από την ελληνική πλευρά ο αρχικαπετάνιος Γιαννούλης, ο οποίος είχε έρθει απεσταλμένος από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ. Στη συνωμοτική συνάντηση, παρισταμένου του Καζαντζή, ειπώθηκε ότι η Αλβανία είχε αποφασίσει να παρέχει σημαντική βοήθεια σε προμήθειες και στρατιωτικό υλικό στους έλληνες αντάρτες, αλλά με πλήρη μυστικότητα και εχεμύθεια, την ευθύνη της οποίας είχε αναλάβει αποκλειστικά ο Καζαντζή, ο οποίος διετάχθη αυστηρώς ότι σε περίπτωση διαρροής του απορρήτου θα υπήρχε τεράστιο πρόβλημα, διότι η διεθνής απήχηση θα ήταν ανεξέλεγκτη. Σε περίπτωση που κάποιος χωρικός αντιλαμβανόταν την επιχείρηση, ο Καζαντζή έπρεπε να ενημερώσει άμεσα τα όργανα της ασφάλειας και ο χωρικός έπρεπε να συλληφθεί επί τόπου και να εξοριστεί την ίδια στιγμή από την περιοχή πριν διαρρεύσει το μυστικό.

Ο Ηλίας συντόνιζε την έλευση στρατιωτικού υλικού από τη Σερβία· επικοινωνούσε τακτικά με τον σέρβο συνταγματάρχη Χασάνοβιτς, καταγόμενο από την Ερζεγοβίνη και ελθών ειδικά από τα Σκόπια για να συντονίσει τις ενέργειες. Η μεταφορά προμηθειών και πυρομαχικών γινόταν τη νύχτα με εξήντα ζώα από την Ντάρδα προς την ελληνοαλβανική μεθόριο από αλβανούς στρατιώτες, ενώ στα σύνορα την παρελάμβαναν διμοιρίες του ΔΣΕ χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους χωρικούς των περιοχών της μεθορίου. Η τήρηση της μυστικότητας και της συνωμοτικότητας δεν ήταν πάντα δεδομένη, διότι υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που από την περιοχή δραπέτευαν αλβανοί πολιτικοί φυγάδες, οι οποίοι γνώριζαν λεπτομέρειες για τις επιχειρήσεις και τη βοήθεια και μετέφεραν όλες τις πληροφορίες στις ελληνικές αρχές. Τα φορτία με τη βοήθεια περιείχαν, εκτός από τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό, ρούχα, ιατροφαρμακευτικά είδη και ό,τι άλλο χρειαζόταν το ανταρτικό μέτωπο.

Όλη αυτή η προσπάθεια στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και για τον λόγο αυτό ο Καζαντζή προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού, ενώ η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του ως ικανού κατασκόπου ενισχύθηκε. Του επιτρεπόταν, ομολογούσε, να τηρεί τακτική επικοινωνία με υψηλόβαθμα στελέχη του ΔΣΕ, όπως τον Λεωνίδα Στρίγκο, τον Κικίτσα, Λιάκο, Πετρίτη και όλους όσους επισκέπτονταν την Κορυτσά και τα Τίρανα με διάφορες μυστικές αποστολές ή απλώς για διακοπές και χαλάρωση από το μέτωπο.

Μια άλλη πτυχή της αποστολής και της μυστικής του δράσης στην ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν η διευκόλυνση της διέλευσης από την Ελλάδα προς την Αλβανία των διάφορων ποιμνών με οικόσιτα ζώα: αιγοπρόβατα, μουλάρια, βόδια, αγελάδες, γουρούνια και την ασφαλή διέλευση των γυναικόπαιδων, ή τραυματιών, ή άμαχου πληθυσμού, ο οποίος κατέφθανε στην ελληνική μεθόριο ύστερα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1947 στον Γράμμο, οι οποίες κατέληξαν με την παταγώδη συντριβή και υποχώρηση των ελλήνων αναρτών στην αλβανική ενδοχώρα. Σύμφωνα με τις καταθέσεις του Καζαντζή ενώπιον των ελληνικών ανακριτικών αρχών, από όλα αυτά τα στίφη που διαπερνούσαν τα σύνορα λίγοι ήταν οι συμπαθούντες του ΔΣΕ, οι περισσότεροι άμαχοι είχαν οδηγηθεί διά της βίας από την Ήπειρο και τη Μακεδονία προς τη μεθόριο, υποχρεωμένοι να εκκενώσουν τα ελληνικά χωριά της υπαίθρου για να μην περιέλθουν στα χέρια του Εθνικού Στρατού. Μόνον από την περιοχή της Ερσέκα είχαν διέλθει από την ελληνική ενδοχώρα προς την Αλβανία εκατοντάδες άμαχοι κτηνοτρόφοι με 17.000 αιγοπρόβατα. Στην αρχή όλοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά χωριά κατά μήκος της αλβανικής μεθορίου, αλλά στη συνέχεια, επειδή δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα –κυρίως αυξήθηκαν οι τάσεις διαφυγής τους προς την Ελλάδα– αποφασίστηκε όλοι αυτοί να οδηγηθούν στην περιοχή Ντομοσντόβα κοντά στο Πρένιας. Η Ντομοσντόβα είναι μια φοβερή χαράδρα που σπάνια τη βλέπει ο ήλιος, περιστοιχισμένη από βουνά, αληθινός τάφος, ούτε πεθαμένους δεν έβαζαν εκεί μέσα, ομολογεί ο Καζαντζή. Συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, προέκυψε τεράστιο πρόβλημα περίθαλψης· από τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν κρούσματα τύφου, ενώ υπήρχαν εγκυμονούσες γυναίκες που ξεγεννούσαν χειρότερα από τα ζώα πολλές φορές, με πεθαμένα νεογνά, καθόσον κανένας δεν φρόντιζε για τη διατροφή τους. Όσοι λίγοι τα κατάφερναν, έβρισκαν την ευκαιρία και δραπέτευαν ξανά στην Ελλάδα, οι υπόλοιποι, όμως, υπέμεναν στο έλεος της υπαίθρου, χειρότερα και από τους αθίγγανους. Και όσο μεν ήταν καλοκαιρία, τα πράγματα ήταν κάπως υποφερτά, αλλά όταν άρχισαν οι βροχές του τρύγου, η κατάσταση γινόταν δραματική. Τότε η αλβανική κυβέρνηση, για να προλάβει τη διασπορά του τύφου, μετέφερε ξυλεία από το χωριό Μπίτσαϊ και οι χωρικοί έφτιαξαν μερικές παράγκες για να βάλουν μέσα τα λιγοστά πράγματά τους και τα μικρά παιδιά, αλλά το δράμα παρέμενε φρικτό, διότι μέσα σε αυτές τις παράγκες συμβίωναν ζώα και άνθρωποι μαζί. Η κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς και οι πληροφορίες για τη δεινή κατάσταση που επικρατούσε στη Ντομοσντόβα έφτασαν και στο στρατόπεδο του ΔΣΕ. Τότε οι διοικητές για να συγκρατήσουν τον αναβρασμό που επικρατούσε στο στρατόπεδο και να περιστείλουν τη μαζική οργή έστειλαν οργανωτές από το Μπούλκες, οι οποίοι προσπάθησαν να βάλουν τάξη, λόγω και της εμπειρίας που είχαν από το στρατόπεδο της Σερβίας. Άλυτο πρόβλημα για τη διοίκηση του στρατοπέδου ήταν οι ιερείς, τους οποίους είχαν μεταφέρει διά της βίας από τα χωριά της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που διαμαρτύρονταν συνέχεια, ενεργώντας προπαγάνδα και παρακινώντας τους αμάχους να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μια μέρα μια ομάδα νεαρών χωρικών επιχείρησε να δραπετεύσει, έφτασε μέχρι τα σύνορα, αλλά εκεί εμποδίστηκε από τους αλβανούς μεθοριακούς φύλακες, οι οποίοι προσπάθησαν να τους απωθήσουν. Στη συμπλοκή οι χωρικοί έσφαξαν με τσεκούρι τους δύο αλβανούς μεθοριακούς φύλακες και διέφυγαν προς το χωριό Σλίμητσα. Το περιστατικό αυτό έβαλε σε σκέψεις τόσο τους έλληνες αντάρτες, όσο και τις αλβανικές αρχές.

Η αιρετική συμπεριφορά των ιερέων προκαλούσε πονοκεφάλους, διότι εμφανίζονταν αποφασισμένοι να μην υπακούσουν στα κελεύσματα και στις φοβέρες των διοικούντων. Το στρατόπεδο διοικείτο από κάποιον Θανάση, ο οποίος ήταν υπεύθυνος της γιάφκας της Κορυτσάς και φρουρείτο από δύο άλβανούς σκοπούς, μετακληθέντες εκεί αποκλειστικά να ελέγχουν και να φυλάσσουν το στρατόπεδο. Όμως οι περιορισμένοι του στρατοπέδου εξεγείρονταν εξαγριωμένοι, μία μέρα επιτέθηκαν και επιχείρησαν να δολοφονήσουν τόσο τον Θανάση όσο και τους άλβανούς φρουρούς. Η κατάσταση περιπλέχτηκε περαιτέρω όταν ένας σέρβος αξιωματικός απεσταλμένος από τα Σκόπια μετέβη να περισυλλέξει τους «Μακεδόνες» και στη συνέχεια να τους οδηγήσει στα Σκόπια.

Τότε οι έλληνες απεσταλμένοι στην Αλβανία αποφάσισαν να αποσυμφορήσουν το στρατόπεδο, ο αριθμός του οποίου ανερχόταν πια σε 3.000 τρόφιμους. Επιχείρησαν μια πρώτη διαλογή, επέλεξαν τους νεότερους και τους κατατάξαν διά της βίας στις γραμμές του ΔΣΕ, στη συνέχεια και τις γυναίκες, τις οποίες επίσης οδήγησαν διά της βίας στο μέτωπο για αγγαρείες και άλλες συναφείς παροχές, με αποτέλεσμα στο στρατόπεδο να μείνουν μόνον οι υπερήλικες, οι οποίοι βίωναν πραγματικά μια κόλαση. Το στρατόπεδο κατακλυζόταν από συνθήματα: «Ζήτω ο Μάρκος!», «Ζήτω ο Ζαχαριάδης!», «Κάτω οι μοναρχοφασίστες!», «Ένωση–συναδέλφωση». Στο στρατόπεδο συνήφθησαν και κάποιοι μικτοί γάμοι Αλβανών στρατιωτών και χωρικών με Ελληνίδες, γάμοι σκοπιμότητας κυρίως, καθώς οι Ελληνίδες συνειδητοποιούσαν πως ή θα πέθαναν στον μουντό τάφο της Ντομοσντόβα ή θα τις εγκατέλειπαν. Φυσικά, υπήρχαν και διάφορες φήμες, σκάνδαλα και ξυλοδαρμοί που δεν μπορούσαν να προλάβουν οι οργανωτές, μάλιστα και οι έμπειροι μετακληθέντες από το Μπούλκες.

Στρατόπεδα και αναρρωτήρια για τους έλληνες αντάρτες

Από το καλοκαίρι του 1947 και την οδυνηρή συντριβή του Γράμμου σε πολλά μέρη της Αλβανίας λειτουργούσαν στρατόπεδα όπου συγκεντρώθηκαν κυρίως τραυματίες του ΔΣΕ, περιθαλπόμενοι από αλβανούς, πολωνούς και ούγγρους νοσηλευτές, αλλά και γυναικόπαιδα, στα οποία όμως επικρατούσε πρωτοφανή αταξία. Το πιο σημαντικό ήταν το περιβόητο Στρατόπεδο του Σουκθ ή «το Μπούλκες της Αλβανίας», το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από το Δυρράχιο, στον αυτοκινητόδρομο προς τα Τίρανα, σε ένα μεγάλο κτήμα με έκταση 3.000 περίπου εκταρίων. Από το 1921 εκεί λειτουργούσε η ιταλική εταιρεία ΕΙΑΑ, ως πρότυπο κτήμα. Ως το 1943 είχαν εγκατασταθεί εκεί 1.000 περίπου Ιταλοί γεωπόνοι αγρότες και εργάτες, με οικίες, μεγάλες αποθήκες, δάση απέραντα, βοσκοτόπια, ποίμνη ζώων, ιπποφορβεία. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας και την υποχώρηση των Γερμανών, το κτήμα περιήλθε ληστρικά στη δικαιοδοσία Αλβανών διοικούντων και κατά το τέλος του 1947 ύστερα από διαταγή της αλβανικής κυβέρνησης, το Στρατόπεδο παραχωρήθηκε στους έλληνες αντάρτες του ΔΣΕ, ενώ τυπικά (στα χαρτιά) αναφερόταν ως το στρατόπεδο Μπιτσάι. Ήταν το μόνο στρατόπεδο που κανείς αλβανός αξιωματούχος δεν είχε πρόσβαση, όπως και στο Μπούλκες. Από τα βασικά πρόχειρα αναρρωτήρια που λειτούργησαν για τους έλληνες αντάρτες μνημονεύεται το θεραπευτήριο της Μοσχόπολης, το οποίο αποτελείτο από παλιά κτίρια του νοσοκομείου των Ιταλών κατά την ιταλική κατοχή, αλλά οι Γερμανοί στη συνέχεια το πυρπόλησαν γιατί στην περιοχή υπήρχαν θύλακες αλβανών ανταρτών που επιχειρούσαν κλεφτοπόλεμο κατά των Γερμανών. Οι έλληνες αντάρτες περίμεναν να αρχίσει η μεγάλη επίθεση του Ελληνικού Στρατού την άνοιξη του 1948 και η ομάδα ανδρών υπό τον Καζαντζή είχε λάβει διαταγές να φροντίσει ώστε το νοσοκομείο να αναστηλωθεί για να διακομισθούν εκεί οι τραυματίες από τον Γράμμο και το Βίτσι, αλλά και διαταγές και οδηγίες να σηκώσουν όλους τους τραυματίες που ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και να τους διακομίσουν στο στρατόπεδο του Σουκθ· εκεί, όσοι μεν ήταν καλά, θα ασχολούντο σε αγροτικές εργασίες και όσοι αδυνατούσαν ακόμα, θα περίμεναν να αποθεραπευτούν. Μετά την ανάρρωσή τους, τους μετέφεραν πάλι στα σύνορα, ετοιμοπόλεμους. Αυτή η δουλειά γινόταν όλη την περίοδο της λειτουργίας του στρατοπέδου του Σουκθ, δήλωνε ο Καζαντζή. Οι δε αντάρτισσες του στρατοπέδου, οι έγκυες γυναίκες έπασχαν από διάφορα μολυσματικά νοσήματα, ενώ άλλες είχαν προσβληθεί από πολεμίτιδα (συντριπτικό σοκ συνεπεία των βομβαρδισμών στα μέτωπα των συγκρούσεων). Οι περιπτώσεις τους ήταν σοβαρές και η ανάρρωση δύσκολη, μάλιστα υπήρχαν και άνδρες που είχαν προσβληθεί από τη φοβερή αρρώστια, καθώς μέσα τους είχε εμφωλεύσει ο τρόμος, άκουγες όλη τη νύχτα υστερικές κραυγές και ακατανόητα λόγια. Το ξύλο «ενδεικνυόταν» ως η καλύτερη μέθοδος θεραπείας, το οποίο έπεφτε αλύπητα, πάνω στα άβολα και διστακτικά κορμιά και τις άρρωστες ψυχές, αλλά το ξύλο δεν ήταν το κατάλληλο φάρμακο.

Και ενώ η βοήθεια των ανατολικών χωρών μέσω της Αλβανίας προς το ΔΣΕ κλιμακωνόταν, στα μέσα Οκτωβρίου 1947 αφίχθηκε στην Κορυτσά ο ίδιος ο Ενβέρ Χότζα συνοδευόμενος από τον Κότσι Τζότζε. Υποδεχόμενος από τους Ζαχαριάδη, Ιωαννίδη, Κικίτσα και άλλους, ο Χότζα κάλεσε τον λοχαγό Γιώργκι Οπάρι, έναν πρώην κρεοπώλη, καταγόμενο από την Κωνσταντινούπολη με κάποια μακρινή ελληνική καταγωγή εκ μητρός, έχων, όμως, την ευμένεια του Τζότζε αναρριχήθηκε σε καίριες θέσεις της ασφάλειας και της διπλωματίας, να του παρουσιάσει λεπτομερώς την κατάσταση προμήθειας υλικού προς τους έλληνες αντάρτες. Στην παλλαϊκή συγκέντρωση, όμως, ο Χότζα δήλωνε:

«Η Αλβανία είναι χώρα φτωχή, αλλά έχει σύμμαχο και συμπαραστάτη τον σύντροφο Τίτο, αυτός θα μας βοηθήσει να ανοικοδομήσουμε τη σοσιαλιστική πατρίδα μας, γιατί είναι πραγματικός δημοκράτης και πραγματικός σοσιαλιστής. Χωρίς τη βοήθεια του Τίτου και της μεγάλης δημοκρατίας της οποίας ηγείται, η Αλβανία δεν μπορεί να ζήσει. Μας κατηγορούν ότι βοηθούμε τη δημοκρατική Ελλάδα με όπλα και πυρομαχικά, επιτρέποντας τους άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού να μπαινοβγαίνουν στα σύνορά μας. Όλα αυτά είναι ψεύδη και συκοφαντίες των μοναρχοφασιστών της Αθήνας για να δικαιολογήσουν την εισβολή που προπαρασκευάζουν στο αλβανικό έδαφος. Εμείς, όμως, θα χτυπήσουμε τους εισβολείς με τη βοήθεια του συντρόφου Τίτο.»

Απαχθέντα παιδιά

Ο Καζαντζή ομολόγησε συνταρακτικά περιστατικά και από το μαρτύριο των ελληνοπαίδων απαχθέντων που είχαν μεταφερθεί, ως μεταγωγικό σταθμό, στην Αλβανία και από εκεί προωθημένων σ’ άλλες χώρες του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Από τον Ιανουάριο 1948 έως τον Απρίλιο 1948 ενώ υπηρετούσε στο συνοριακό φυλάκιο της Καπστίτσα, λέει, και προνοούσε για την ασφαλή μεταφορά των πυρομαχικών προς τους αντάρτες, μας ειδοποίησαν ότι θα έρχονταν φορτηγά αυτοκίνητα από τον Άγιο Δημήτριο της Ορλιάς προς την Κορυτσά, τη νύχτα, στα οποία επέβαιναν 400 παιδιά, όλα από τον Γράμμο και την Καστοριά, υπό την εποπτεία του Οπάρι. Έμειναν τρείς μέρες στην Κορυτσά και στη συνέχεια προωθήθηκαν στη Σερβία. Ξυπόλυτα, ρακένδυτα και έντρομα, αναζητούσαν με σπαρακτικούς λυγμούς τις μητέρες τους. Μερικά ήταν βρέφη συνοδευόμενα από τις λεχώνες μητέρες τους, τα μεγαλύτερα έως και δεκαπέντε χρονών. Αναμένονταν και άλλα, από την Κυτέζα, το Μενκουλάς κα αλλού. Από τα Γρεβενά που τα είχαν απαγάγει, έως το Μενκουλάς είχαν έρθει πεζοπορία. Έτρεμαν από το κρύο, άντυτα και πεινασμένα, όπως τα είχαν αρπάξει. Συνήθως τα συνόδευαν μερικές αντάρτισσες αποσπασμένες από το Αρχηγείο. Κατά τη διαδρομή από τα Γρεβενά έως τα σύνορα, τα κυνηγούσαν ικέτιδες οι μανάδες τους, να τα πάρουν πίσω. Αλλά παιδιά ήρθαν από το Αργυρόκαστρο, με προορισμό την Αυλώνα, το Δυρράχιο, την Κορυτσά, το Ελμπασάν και τη Σκόδρα και άλλα από την περιοχή της Ερσέκα. Το μελανότερο σημείο της αποστολής του. Τα αυτοκίνητα που άδειαζαν τα πολεμοφόδια για τους αντάρτες στην Ελλάδα, τα φόρτωναν ύστερα με παιδιά και τα μετέφεραν στην Αλβανία και στη συνέχεια στις ανατολικές χώρες. Ο Καζαντζή ομολόγησε ότι στην Αλβανία απέμειναν έως 3.000 παιδιά, τα οποία μοιράστηκαν σε ειδικές σχολές στο Δυρράχιο, Ελμπασάν, Αυλώνα και Σκόδρα, όπου είχαν μετακληθεί γυναίκες από το Μπούλκες ως δασκάλες και παιδονόμοι. Τα μάθαιναν να επευφημούν «Ζήτω ο Μάρκος!», «Ζήτω ο Στάλιν!». Στην ουσία ήταν πραγματικά στρατόπεδα, απαγορεύαν στα παιδιά να μιλούνε σε οποιονδήποτε. Αντίκρυσα, τραγικές σκηνές, με κάρα που μετέφεραν ανήλικα αθώα πλάσματα και τις μητέρες τους να τα ακολουθούν ποδαράτες, να κλαίνε και να οδύρονται, λέει. Αντί όμως να τους δώσουν τα παιδιά, τις ωθούσαν και αυτές να δουλεύουν και να φτιάχνουν χαρακώματα στο πολεμικό μέτωπο. Απάνθρωπο.

Ο Καζαντζή κατέθετε στην ανάκριση ότι τον Μάρτιο του 1948 έχει επισκεφθεί, προσκεκλημένος του Μάρκου Βαφειάδη, το χωριό Πύλη των Πρεσπών, την έδρα του Αρχηγείου του ΔΣΕ που τυπικά λειτουργούσε και ως έδρα της προσωρινής κυβέρνησης του ΔΣΕ, ήτοι της κυβέρνησης των βουνών. Στις ομολογίες του κάνει μια ψυχοδυναμική περιγραφή των ταγών του Αρχηγείου και του έκλυτου βίου τους, με πολυτελείς ανέσεις για τις συγκυρίες του πολέμου, ενώ για τον Μάρκο αναφέρει περιστατικά για σχέσεις με νεαρές αντάρτισσές, οι οποίες τον φρόντιζαν με στοργή και τον περιστοίχιζαν με ζεστασιά οπλισμένες με αραβίδες και πιστόλι, ενώ στην επιστροφή έβλεπε θεωρίες ολόκληρες μικρών παιδιών που οι αντάρτες είχαν «μαζέψει διά της βίας» και στη συνέχεια τα μετέφεραν προς τα σερβικά σύνορα με τα πόδια, με τα κάρα και με τα αυτοκίνητα, ακολουθούμενα πάντα από τις κλαίουσες μητέρες τους. Όταν φτάσαμε στο φυλάκιό μου, δοκίμασα μια ανακούφιση, καλύτερα να μην είχα πάει σε αυτό το μέρος, δήλωνε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *